Εκλογές ήταν και πέρασαν. Και θα ξαναέρθουν και θα ξαναπεράσουν. Όπως δηλαδή συμβαίνει σε όλες τις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες δυτικού τύπου. Όπως συμβαίνει και στη χώρα μας. Εκείνο που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί τόσο μετά το αποτέλεσμα του Μαΐου, όσο και κατά πολύ περισσότερο, μετά το χθεσινό, είναι πως το ίδιο το αποτέλεσμα, αποτελεί και τη ληξιαρχική πράξη θανάτου της εποχής των μνημονίων. Πλέον, ζούμε στη μετά-μεταπολίτευση.
Περίεργο για κάποιους το χθεσινό αποτέλεσμα. Κατακριτέο, ότι στη Βουλή θα υπάρχουν πλέον οκτώ κόμματα, τρία εκ των οποίων εκφράζουν διάφορες αποχρώσεις της ακροδεξιάς. Ουσιαστικά, εκείνο που μπαίνει υπό κρίση, είναι η ελεύθερη επιλογή κάποιων ανθρώπων – θεμέλιος λίθος της δημοκρατίας η ελεύθερη επιλογή- να ψηφίσουν τα συγκεκριμένα κόμματα, αποδίδοντάς τους διάφορα επίθετα και ιδιότητες.
Στη μνημειώδη αντιπολεμική ταινία του 1971, “Johnny took his gun” (Ο Τζόννυ πήρε το όπλο του), που αφορά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, υπάρχει ένας διάλογος ανάμεσα στον πατέρα και τον γιο του σχετικά με το τι είναι δημοκρατία. Όταν ο μικρός Joe ρωτάει τον πατέρα του «τι είναι δημοκρατία»; Εκείνος εμφανώς σκεπτικός δεν μπορεί να του δώσει έναν σαφή ορισμό, απαντώντας του τελικά «Δεν το έχω ξεκαθαρίσει ούτε εγώ. Πιστεύω πως είναι κάτι για το οποίο οι άνθρωποι διεξάγουν τους πολέμους και σκοτώνονται».
Τι είναι λοιπόν η δημοκρατία; Πόση δημοκρατία μπορούμε να αντέξουμε; Με αφορμή το αποτέλεσμα των χθεσινών εκλογών, πιστεύω πως είναι ανάγκη να προσδιορίσουμε πολύ σύντομα σε τι συνίσταται η κοινοβουλευτική μας δημοκρατία που έχει επικρατήσει στη χώρα από το 1974.
Η κοινοβουλευτική δημοκρατία λοιπόν, έτσι όπως λειτουργεί στη χώρα μας είναι δισυπόστατη. Από τη μια δηλαδή έχει ως στόχο, βάσει του εκλογικού αποτελέσματος, να δημιουργούνται σταθερές κυβερνήσεις, ενώ από την άλλη στοχεύει στην όσο το δυνατόν μεγαλύτερη εκπροσώπηση κομμάτων στη Βουλή. Συνέβησαν αυτά στις χθεσινές εκλογές; Ναι. Η χώρα για τα επόμενα τέσσερα χρόνια θα έχει μια σταθερή κυβέρνηση 158 βουλευτών, ενώ για πρώτη φορά στη Βουλή εισήλθαν οκτώ κόμματα. Γιατί λοιπόν οι φωνές και οι διαμαρτυρίες για το αποτέλεσμα τόσο από τους πολιτικούς, όσο και από απλούς πολίτες;
Εδώ λοιπόν ξεκινάει και το παράδοξο. Άποψή μου είναι πως σαν λαός υπολειπόμαστε πολιτικής αγωγής. Το χθεσινό αποτέλεσμα, είναι ένα αποτέλεσμα που είτε αρέσει, είτε όχι είναι προϊόν εκλογών, δηλαδή δημοκρατικής και ελεύθερης βούλησης. Το πρόβλημα ξεκινάει από τη στιγμή που ο καθένας από εμάς βάζει τη δική του αλήθεια επάνω από την αλήθεια που ορίζει το πολίτευμά μας. Δεν μπορούμε να αντιληφθούμε αμιγώς δημοκρατικά ένα εκλογικό αποτέλεσμα, αλλά το αντιλαμβανόμαστε ως δημοκρατικό, μόνο εάν υπακούει στην προσωπική – ατομική μας, συχνά στρεβλωμένη θεώρηση περί δημοκρατίας.
Προφανώς, πρωτεύοντα ρόλο σε αυτή μας τη θεώρηση παίζει η προσωπική πολιτική τοποθέτηση. Δεν μπορούμε να δούμε τον εαυτό μας, έξω και πάνω από την πολιτική μας επιλογή. Σε τελική ανάλυση, πάντα δίνουμε στις ιδέες μας μια υποτιθέμενη απόλυτη ορθότητα. Κατά την περίοδο του Μεσαίωνα, όταν μια χώρα έχανε έναν πόλεμο, οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι ο θεός τους εγκατέλειψε. Θεωρούσαν τον δικό τους θεό ανώτερο από τον θεό των «άπιστων». Στη σύγχρονη Ελλάδα, τη θέση του θεού παίρνουν οι ατομικές ιδεολογίες. Είναι όμως αυτό η δημοκρατία;
Θέλουμε στην πραγματικότητα η δημοκρατία να έρχεται στα δικά μας μέτρα, και όχι εμείς να υψωνόμαστε στις δικές της επιταγές. Είναι σαφώς πιο δύσκολο. Η δημοκρατία είναι καλή όταν εξυπηρετεί τα δικά μας συμφέροντα και μόνο όταν δεν τα τέμνει, αλλά πορεύεται παράλληλα προς αυτά.
Δε θα πρέπει όμως να υπάρχουν απαιτήσεις, όταν οι ίδιοι οι πολιτικοί ταγοί μας, με το παράδειγμά τους επικροτούν αυτόν τον τρόπο σκέψης. Ο Αλέξης Τσίπρας λίγες ημέρες πριν τις εκλογές είχε πει σε συνέντευξή του πως μια Βουλή με επτά ή οκτώ κόμματα θα είναι «γραφική» και «απαξιωμένη». Το ότι ο ίδιος όμως, μέσω της απλής αναλογικής άνοιξε τον δρόμο για αυτή τη Βουλή, δεν έχει σημασία. Το ίδιο και άλλο στέλεχος της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης που λίγες μέρες μετά το αποτέλεσμα της 21ης Μαΐου είχε πει πως, ούτε λίγο ούτε πολύ, η βαρύτητα της ψήφου των 17ρηδων δεν είναι η ίδια με των μεγαλύτερων ενηλίκων. Ξανά, δεν έχει σημασία το γεγονός πως την ψήφο των 17ρηδων την ψήφισε το κόμμα του όταν ήταν κυβέρνηση. Τότε το αφήγημα ήταν η διεύρυνση της δημοκρατίας. Βλέπουμε δηλαδή να μπαίνει και ο παράγοντας της ποιότητας στην κουβέντα, ενώ η κοινοβουλευτική μας δημοκρατία στηρίζεται καθαρά στην ποσότητα.
Με απλά λόγια, τη δημοκρατική βούληση του συνόλου των πολιτών, την προσαρμόζουμε στην έλλειψη της προσωπικής πολιτικής μας αγωγής και ουσιαστικά, δεν είμαστε έτοιμοι να δεχθούμε το πολιτικό αποτέλεσμα της επομένης κάθε εκλογών. Έτσι συμβαίνει και σήμερα. Οι επικρίσεις για την είσοδο των ακροδεξιών κομμάτων στη Βουλή είναι έντονες. Τι να γίνει όμως; Αυτή είναι η απόφαση μερίδας του εκλογικού σώματος, όπως απόφαση του εκλογικού σώματος στο παρελθόν ήταν να εκπροσωπηθεί και από την «Ένωση Κεντρώων», από «Το Ποτάμι» και πολλά άλλα κόμματα.
Ουσιαστικά, εάν σταθούμε και κατανοήσουμε με εσωτερικό λόγο ως προς τον εαυτό μας, τι τελικά θέλουμε, θα δούμε ότι είμαστε ακριβώς όσο δημοκράτες μας επιτρέπουν τα πιστεύω και οι προσλαμβάνουσες που έχουμε. Για να είμαστε δημοκράτες χωρίς «αλλά», είναι αναγκαίο να φαινόμαστε σαν αιρετικοί ως προς τη γενική θεώρηση που υπάρχει στην κοινωνία περί δημοκρατίας. Γιατί όπως είχε πει κάποτε ένας πολιτικός «Αυτοί που μιλούν περισσότερο για τη δημοκρατία, είναι αυτοί που πιστεύουν λιγότερο σε αυτή».