Νομοσχέδιο για ομόφυλα ζευγάρια: Πόση σημασία έχουν οι αποψάρες του καθένα (μας) για αυτό;

Και πόσο «δημοκρατικό» είναι να συζητάμε με γνώμονα αυτές;

Ας πούμε μια υποθετική ιστορία: σε μια φανταστική χώρα όπου τα ομόφυλα άτομα δεν έχουν κανένα, μα κανένα, δικαίωμα, ένας straight άντρας -ας τον πούμε Α.- ξυπνάει το πρωί μιας Δευτέρας κακόκεφος επειδή η ομάδα του έχασε στο ντέρμπι το προηγούμενο βράδυ και επειδή δεν έχει όρεξη να πάει για δουλειά μετά το άραγμα του Σαββατοκύριακου. Βουρτσίζει τα δόντια του, κάνει ένα μπάνιο, τρώει στα γρήγορα ένα τοστ και πίνει μια κούπα καφέ ενώ χαζεύει τα πρωινά πρωτοσέλιδα στην τηλεόραση, βγαίνει από το σπίτι, πηγαίνει με τα πόδια μέχρι το μετρό, οδεύει μέσω αυτού στη δουλειά του, σχολάει το μεσημέρι, γυρνάει στο σπίτι του, μαγειρεύει, τρώει ενώ χαζεύει την επανάληψη ενός σίριαλ στην τηλεόραση, πηγαίνει σινεμά με μια τύπισσα που τραβιέται τελευταία, μετά την ταινία της προτείνει να έρθει σπίτι του, αυτή αρνείται γιατί πρέπει να ξυπνήσει νωρίς την επόμενη και έτσι, ο Α. γυρνάει μόνος και ξενερωμένος στο σπίτι του και κοιμάται.

Και τώρα ας υποθέσουμε πως η παραπάνω ιστορία εξελίσσεται σε μια χώρα απόλυτης ισότητας ανάμεσα στους gay και τους straight ανθρώπους. Υπάρχει έστω και μια λεπτομέρειά της που θα μπορούσε να διαφοροποιηθεί μέσω αυτού; Ή αυτή η μέτρια μέρα του Α. θα μπορούσε να εξελιχθεί ίδια και απαράλλαχτη ανεξάρτητα από τα δικαιώματα των gay ανθρώπων; Είναι προφανές: εφόσον ο Α. είναι straight, ισχύει το δεύτερο. Γιατί ισχύει αυτό; Για τον απλό λόγο πως τα δικαιώματα (ή τα μη δικαιώματα των gay) δεν επηρρεάζουν κάπως το υπόλοιπο κοινωνικό σύνολο και κατ’ επέκταση ούτε την καθημερινότητα του Α. Το συμπέρασμα βγαίνει αβίαστα λοιπόν: εφόσον ισχύει αυτό, δεν του πέφτει λόγος για το αν αυτά τα δικαιώματα πρέπει ή όχι να ισχύουν.

Αυτός είναι και ο λόγος που η συζήτηση αναφορικά με το αν το νομοσχέδιο για τα ομόφυλα ζευγάρια έχει ή όχι την έγκριση της κοινωνίας ή το αν η κοινωνία είναι ώριμη να το δεχθεί ή όχι είναι μια συζήτηση χωρίς πραγματική σημασία. Διότι πρόκειται για μια νομική διαφοροποίηση που δεν στρέφεται κατά κανέναν τρόπο ενάντια σε κάποια κοινωνική πλειοψηφία ούτε φυσικά την επηρρεάζει. Κοινώς, ο καθένας μπορεί να λέει το μακρύ του και το κοντό του αλλά στο τέλος της ημέρας, αυτό δεν αποτελεί κριτήριο.

Η ίδια η συζήτηση άλλωστε για το αν «είναι ώριμη η κοινωνία» εγκυμονεί μια δυστοπική πιθανότητα που σε αντίθεση με τις απλοϊκές ερμηνείες αναφορικά με την Δημοκρατία, σύμφωνα με τις οποίες ο καθένας μπορεί να λέει ό,τι γουστάρει και να αξιώνει να διαμορφώνονται τα πάντα με γνώμονα τις προκαταλείψεις του, δεν έχει καμία σχέση με αυτή: ότι δηλαδή η ίδια η ύπαρξη των ατομικών δικαιωμάτων, που αποτελούν συστατικό στοιχείο κάθε μορφής σύγχρονης δημοκρατίας,αλλάζουν και διαφοροποιούνται ανάλογα με το τι λέει σε κάθε περίπτωση η κοινωνική πλειοψηφία.

Οι κοινωνικές αντιλήψεις όμως δεν είναι μια στατική κατάσταση. Κάτι που στο σήμερα αποτελεί πλειοψηφική αντίληψη, στο αύριο μπορεί να αποτελεί μειοψηφική αντίληψη. Αν υποθέσουμε λοιπόν ότι αύριο-μεθαύριο μια κοινωνική πλειοψηφία ή τέλος πάντων μια ισχυρή κοινωνική τάση θεωρεί πως τα δικαιώματα των γυναικών πρέπει να καταργηθούν γιατί πήραν πολύ αέρα ή ότι πρέπει να επανέλθει ο θεσμός της δουλείας και οι μαύροι άνθρωποι να πωλούνται ξανά σε σκλαβοπάζαρα, θα πρέπει να συζητηθεί στα σοβαρά για το αν πρέπει να προσαρμοστεί ο νόμος σε αυτές τις αξιώσεις;

Ισχύει το ακριβώς ανάποδο: επειδή οι κοινωνίες αλλάζουν μυαλά είτε προς το καλύτερο είτε προς το χειρότερο, τα ατομικά δικαιώματα που δεν επηρρεάζουν κατά κανένα τρόπο το κοινωνικό σύνολο οφείλουν να κατοχυρώνονται ακριβώς επειδή σε μια δεδομένη χρονική στιγμή η κοινωνία μπορεί να είναι επιθετική απέναντί τους. Το ερώτημα λοιπόν δεν είναι αν η κοινωνία είναι ώριμη να δεχθεί ένα νομοσχέδιο επέκτασης των δικαιωμάτων των ομόφυλων ζευγαριών για να κατοχυρωθεί αυτό. Αντίθετα, αυτό πρέπει να κατοχυρωθεί εξαιτίας μιας ενδεχόμενης ανωριμότητας και όχι να περιμένουμε αυτή την ωρίμανση.

Φυσικά, παρά το γεγονός ότι όλα αυτά είναι αυτονόητα πράγματα στη λειτουργία των σύγχρονων δημοκρατίων, αυτές οι τελευταίες έχουν ένα κακό: «γεννάνε» ψηφοθηρικές μεθόδους με τρόπο σχεδόν φυσικό. Έτσι, οι ψευδαισθήσεις διάφορων συντηρητικών πως τους πέφτει λόγος για ένα νομοσχέδιο που δεν τους ακουμπά καν αλλά έρχεται να εξυπηρετήσει την αντικειμενική ανάγκη μιας υπαρκτής κοινωνικής ομάδας -που θεωρητικά πάντα είναι ισότιμη με όλες τις υπόλοιπες- όχι απλά δεν ξεκόβονται αλλά αντίθετα, «χαϊδεύονται» και γαλουχούνται. Και με τα ποσοστά της ακροδεξιάς να είναι τόσο μεγάλα, η προσπάθεια διεκδίκησης της ψήφου της προκύπτει αυτόματα.

Ας διαχωρίσουμε όμως τις συζητήσεις: οι πολιτικές επιδιώξεις όσων επενδύουν στην ομοφοβία (και αντίστοιχα, την ξενοφοβία, τον μισογυνισμό, τον σεξισμό και κάθε είδους ρατσισμό) είναι κάτι που για την ώρα είμαστε αναγκασμένοι να ανεχόμαστε. Να συζητάμε όμως σοβαρά το αν η κατοχύρωση ενός δικαιώματος εξαρτάται με αληθινούς όρους από όλο αυτό το επικοινωνιακό παιχνίδι είναι εκτός διαπραγμάτευσης…