13.000 ευρώ το χρόνο μόνο για τα βασικά: Αλήθεια αναρωτιόμαστε γιατί οι Έλληνες δεν γεννάνε πολλά παιδιά;

‘Η, διαφορετικά, 234.000 ευρώ ως τα 18…

Η μελέτη δημοσιεύτηκε πρόσφατα και, νομίζαμε, δεν προξένησε τον προβληματισμό που θα έπρεπε, δεν έλαβε τη δέουσα προβολή από τα ΜΜΕ. Η Eurostat εκτιμάει πως ως το 2100 ο πληθυσμός της Ελλάδας θα έχει μειωθεί κατά 30%. Άρα ότι θα πέσει στα 7,3 εκατομμύρια. Κάθε χρόνο καταγράφονται όλο και λιγότερες γεννήσεις, τα αρνητικά σχετικά ρεκόρ σπάνε μετά το άλλο, απλά μαθηματικά είναι από εκεί κι έπειτα.

Οι λόγοι γι’ αυτήν την κατάσταση είναι προφανώς πολυσύνθετοι. Το υψηλό κόστος διαβίωσης μπαίνει πολύ ψηλά στη συζήτηση. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, για να μεγαλώσει ένα παιδί στην Ελλάδα, υπολογίζεται ότι χρειάζεται κατά μέσο όρο περί τα 13.000 ευρώ (12.941 για την ακρίβεια) το χρόνο. Κι αυτό μόνο για τα λεγόμενα βασικά έξοδα.

Πολλαπλασιάστε επί 18, μέχρι να ενηλικιωθεί δηλαδή ο «μικρός» ή η «μικρή», και φτάνουμε στα 234.000 ευρώ. Και βέβαια, τίποτα δεν λέει πως εκεί θα σταματήσει το «πλήρωνε μπαμπά και μαμά». Ίσα ίσα, οι σπουδές είναι ένα πολύ ακριβό σπορ, ακόμα και χωρίς να μπλέξουμε με ιδιωτικά πανεπιστήμια, για να «πατήσουμε» σε ένα καυτό θέμα των ημερών.

Το παραπάνω νούμερο μάλιστα μπορεί να είναι ως και light, καθώς δεν συνεκτιμάται πλήρως το πραγματικό κόστος των φροντιστηρίων, που σχεδόν όλα τα παιδιά κάνουν στο Λύκειο. Γιατί όντως το μεγαλύτερο κόστος για τους γονείς είναι η εκπαίδευση. Ιδιωτική ή δημόσια. Η ανατροφή ενός παιδιού κοστίζει περισσότερα όσο αυτό μεγαλώνει.

Τα φροντιστήρια και οι εξωσχολικές δραστηριότητες (ξένες γλώσσες, μουσική, αθλητισμός και πάει λέγοντας) επιβαρύνουν ακόμα περισσότερο τον οικογενειακό προϋπολογισμό.

Και μην πάμε την κουβέντα σε πράγματα όπως οι διακοπές, τα ταξίδια, τα φαγητά έξω και λοιπές «πολυτέλειες». Που δεν είναι βέβαια τέτοιες. Κάθε άλλο. Είναι κομβικής σημασίας για ένα παιδί να απολαμβάνει και τα όμορφα της ζωής, τα οποία και έχουν αντίκτυπο στην αυτοπεποίθησή του και την ψυχική υγεία.

Ουσία είναι επίσης πως την προηγούμενη 15ετία, λόγω της οικονομικής κρίσης, το εισόδημα της μέσης ελληνικής οικογένειας υπέστη βίαιη προσαρμογή προς τα κάτω. Τελευταία ήρθε να προστεθεί ο βραχνάς της πρωτοφανούς σε ένταση και διάρκεια ακρίβειας.

Σχεδόν μία στις δύο οικογένειες στην Ελλάδα έχει μόνο ένα παιδί και αυτό δεν είναι τυχαίο. Οι σημερινοί 40άρηδες ήταν σχεδόν όλοι από οικογένειες με αδέλφια. Αλλά όταν έγιναν αυτοί γονείς έμειναν στο ένα. Κι ας έχουν βιώσει πόσο ωραίο είναι να μεγαλώνεις με παρέα, πόσο ευεργετικό από πολλές απόψεις. Το «θέλω» αποδείχτηκε πιο αδύναμο στη σύγκριση με το «μπορώ».

Είναι σαφές πως το κόστος ανεβαίνει εκθετικά όσο περισσότερα παιδιά (τολμάει να) κάνει κανείς.

Την ίδια στιγμή, δεν υπάρχει πρακτικά καμιά φορολογική ελάφρυνση της προκοπής, το κράτος δεν λειτουργεί βοηθητικά σε αντίθεση με άλλες χώρες (Γαλλία, Ιταλία, Πολωνία, Ουγγαρία, Ισπανία και Πορτογαλία) που έχοντας αντιληφθεί πλήρως πως το ζήτημα της υπογεννητικότητας είναι υπαρξιακό, έχουν θέσει σε εφαρμογή δραστικές φοροαπαλλαγές, που φτάνουν ως και σε μηδενικό φόρο για πάνω από δύο παιδιά.

Είναι χαρακτηριστικό πως η χώρα μας έχει την 4η υψηλότερη φορολόγηση εργαζομένων με παιδιά ανάμεσα στις 36 του ΟΟΣΑ. Μόνο η Τουρκία, το Μεξικό, η Χιλή και η Κόστα Ρίκα έχουν πιο άδικο φορολογικό σύστημα για οικογένειες με παιδιά. Πρακτικά, είτε κάποιος είναι εργένης είτε είναι παντρεμένος με δύο (η περισσότερα) παιδιά, έχει την ίδια φορολογική αντιμετώπιση.

Ο εργένης στις χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ επιβαρύνεται με κρατήσεις για φόρους και ασφαλιστικές εισφορές που αντιστοιχούν κατά μέσο όρο στο 34,6% του συνολικού εισοδήματος. Ο παντρεμένος με τα δύο παιδιά τυγχάνει πολύ ευνοϊκότερης μεταχείρισης, καθώς ο συντελεστής πέφτει στο 25,6%, δηλαδή 8,9 μονάδες χαμηλότερα. Στην Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό είναι μόλις 3,4%! Μακράν το χειρότερο μεταξύ όλων των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ. Διότι ενώ στον εργένη παρακρατείται το 37,1% των μεικτών αποδοχών, στον παντρεμένο με τα δύο παιδιά το ποσοστό πέφτει… μόλις στο 33,7%. Δηλαδή, ενώ ο εν λόγω οικογενειάρχης έχει 26.000 περισσότερα έξοδα ετησίως, πληρώνει… ψίχουλα λιγότερα στην εφορία.

Ειδικά η (χαοτική) σύγκριση με την Πολωνία δείχνει ξεκάθαρα ότι η μία χώρα στηρίζει έμπρακτα όσους τεκνοποιούν, ενώ η άλλη τους «τιμωρεί» ανερυθρίαστα. Στην Πολωνία, ο συντελεστής του εργένη διαμορφώνεται στο 33,6% και του παντρεμένου με τα δύο παιδιά στο 11,9%. Μια διαφορά που υπερβαίνει τις 20 ποσοστιαίες μονάδες. Δεν συζητάμε καν για τρία ή τέσσερα παιδιά, που το κόστος ζωής εκτινάσσεται σε δυσθεώρητα νούμερα και η μείωση των φορολογικών συντελεστών είναι τόσο αναντίστοιχη που εξάγεται αυτόματα το συμπέρασμα ότι ο πολύτεκνος έχει αφεθεί κυριολεκτικά στη μοίρα του.

Και ενώ ισχύουν όλα αυτά, η κυβέρνηση αρνείται πεισματικά να «αγγίξει» εποικοδομητικά το πρόβλημα. Επιμένει στη στρατηγική του εφάπαξ επιδόματος γέννησης (για επικοινωνιακούς λόγους το αύξησε από τα 2.000 στα 2.400 ευρώ), λες και το δημογραφικό θα λυθεί με «παροχές – φωτοβολίδες» και εργαλεία όπως… κουπόνια τεκνοποίησης. Καμία ιδέα δηλαδή για αντιμετώπιση του ζητήματος με μακρόπνοο χαρακτήρα.

Και συνήθως καταλήγουμε στο εξής: Αν δεν υπάρχει βοήθεια από παππούδες και γιαγιάδες, τότε… κλάφτα. Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία προσπαθούν λόγω… ανωτέρας βίας να λειτουργήσουν ακόμα ως ασπίδα προστασίας για τα παιδιά τους, τα εγγόνια τους.

Από το ότι θα μαγειρέψουν ένα πιάτο φαγητό, θα κάνουν μερικά ψώνια στη λαϊκή ή στο σούπερ μάρκετ, μέχρι το ότι θα «τσοντάρουν» επίσημα για να βγει ο μήνας. Απ’ όπου και αν το πιάσεις, είναι στρεβλό και σαθρό έως το μεδούλι…