Στις 28 Φεβρουαρίου συμπληρώνεται ένας χρόνος από το πολύνεκρο δυστύχημα των Τεμπών. Αν και το κλίμα που ακολούθησε εκείνης της τραγικής ημερομηνίας ήταν εξαιρετικά βαρύ, οι πολιτικές διαφωνίες υπέρμετρα έντονες και οι μεγαλοστομίες για μεγάλες αλλαγές που έφτασε επιτέλους η ώρα να λάβουν χώρα σχεδόν επιτακτικές, όπως συμβαίνει πολύ συχνά στις συζητήσεις που καθορίζουν τον δημόσιο διάλογο, τα ουσιαστικά διακυβεύματα χάθηκαν κάπου ανάμεσα στους τσακωμούς και την οργή.
Στην πραγματικότητα, μοιάζει περίπου τρομακτικό το γεγονός ότι έπειτα από μια τέτοια τραγωδία δεν άνοιξε με ουσιαστικούς όρους ένας διάλογος αναφορικά με τις επιπτώσεις των πολιτικών των ιδιωτικοποιήσεων. Διότι πάνω από όλα αυτό ήταν που αναδείχθηκε με αφορμή τα Τέμπη: όταν η έννοια του δημοσίου αγαθού πάει περίπατο και η λογική της ιδιωτικοποίησης -δηλαδή η προσαρμογή των πάντων στους κανόνες της αγοράς αντί για τις αντικειμενικές κοινωνικές ανάγκες- παρουσιάζεται ως αυτονόητη, οι δομές προστασίας της κοινωνίας παύουν να είναι αυταξία.
Είχε προηγηθεί μια διετία καθορισμένη από την πανδημία και την έλευση του κορωνοϊού ανάμεσά μας, που ήταν επίσης μια περίοδος κατά την οποία η αναγκαιότητα να ανοίξει η εν λόγω συζήτηση έμοιαζε επιβεβλημένη και εν τέλει δεν άνοιξε ποτέ: η ελληνική κοινωνία βίωσε ολόκληρους χειμώνες έξαρσης του ιού κατά τους οποίους οι ασθενείς δεν χωρούσαν στα νοσοκομεία και την ίδια στιγμή, οι ιδιωτικές κλινικές έστεκαν απομακρυσμένες από τη βοήθεια της όλης υπόθεσης.
Όταν δύο τόσο μεγάλα γεγονότα δεν χρησιμοποιούνται ως αφορμή για να συζητηθεί το αν και κατά πόσο η πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων είναι επί της ουσίας ένα εργαλείο απαξίωσης των δημόσιων αγαθών, συνεπώς μια πολιτική που δυσχαιρένει τη ζωή της κοινωνικής πλειοψηφίας, θα ήταν μάλλον αφελές να πιστεύει κανείς πως μια κυβέρνηση που βγήκε όχι απλά αλώβητη αλλά ενισχυμένη μέσα από τέτοιες καταστάσεις θα δίσταζε να προχωρήσει στο ίδιο μοτίβο: το ζήτημα των ιδιωτικών πανεπιστημίων που κατέχει κεντρικό ρόλο τις τελευταίες μέρες είναι μια φυσική απόρροια όλων των παραπάνω.
Οι καταλήψεις στα Πανεπιστήμια, οι φοιτητικές πορείες και εν γένει η σύγκρουση του φοιτητικού κινήματος με την κυβέρνηση συνιστούν, κατ’ αρχάς, μια συνθήκη που βρίσκει πέρα για πέρα συσπειρωμένη την τελευταία: σε ζητήματα δικαιωματικού τύπου όπως αυτά των ομόφυλων ζευγαριών μπορεί οι πιο συντηρητικές και οι πιο φιλελεύθερες τάσεις του κυβερνητικού σχηματισμού να διαφωνούν, αλλά οι ιδιωτικοποιήσεις είναι ένας από τους πιο βασικούς κοινούς τους τόπους. Μένει να φανεί στον δρόμο το αν αυτή η κυβερνητική συσπείρωση αρκεί για να της δώσει την νίκη σε έναν αγώνα κόντρα σε έναν παραδοσιακά πολύ δύσκολο αντίπαλο (τους φοιτητές) για κάθε κυβέρνηση που επιχείρησε να μεταλλάξει την δομή του εκπαιδευτικού συστήματος.
Στην ουσία της υπόθεσης, τα πράγματα είναι σχετικά απλά: το αν η ιδιωτικοποίηση των πανεπιστημίων είναι μια κίνηση προς την σωστή ή την λάθος κατεύθυνση κρίνεται υπό το ίδιο πρίσμα που κρίνεται και κάθε άλλο ζήτημα, δηλαδή το πού βρίσκεται ο καθένας μέσα στην κοινωνική ιεραρχία.
Για τα χαμηλά στρώματα, η ιδιωτικοποίηση των πανεπιστημίων συνιστά πλήρη υποτίμηση των ζωών τους, για τα πιο πλούσια στρώματα είναι μια κίνηση που αυτονόητα χειροκροτείται…