Κοντά ένα χρόνο μετά, το τραύμα είναι ακόμα νωπό, πολύ νωπό. Οι θύμησες περνούν σαν σε ταινία θρίλερ μπροστά από τα μάτια όλων μας, φρικιαστικές, ανατριχιαστικές. Τίποτα δεν μπορεί να απαλύνει τον πόνο όσων έχασαν δικούς τους ανθρώπους στα Τέμπη. Τίποτα δεν μπορεί να φέρει πίσω τις 57 ψυχές που χάθηκαν για πάντα.
Αλλά η απόδοση δικαιοσύνης, το να τιμωρηθούν δηλαδή όσοι έφταιξαν με τις παραλείψεις τους ή την αδιαφορία τους, αυτό είναι ελάχιστος φόρος τιμής στη μνήμη των θυμάτων. Το μόνο που θα μπορούσε να απαλύνει το συλλογικό σοκ του «πάμε και όπου βγει» και «από τύχη ζούμε».
Μόνο που είναι πολύ δύσκολο να δει κανείς φως στο σκοτάδι. Ο τρόπος που (δεν) λειτούργησε η Εξεταστική Επιτροπή που συστήθηκε από την ελληνική Βουλή για να διερευνήσει τα αίτια του δυστυχήματος συνιστά μία επιπλέον σύνοψη του τι δεν πάει καλά σε αυτή τη χώρα.
Η διαδικασία δεν πρόσφερε το παραμικρό θετικό προς την κατεύθυνση της απονομής δικαιοσύνης. Ίσα ίσα πλήγωσε ακόμα περισσότερο τη δημοκρατία και την αξιοπιστία του κράτους. Το μεγαλύτερο ποσοστό των στοιχείων δεν εξετάστηκε ποτέ, ενώ έγγραφα της δικογραφίας δεν εμφανίστηκαν ποτέ στα πρακτικά.
Η γενικότερη εικόνα φαίνεται να επιβεβαίωσε αυτό που από νωρίς κατήγγειλαν τα κόμματα της αντιπολίτευσης και οι συγγενείς των θυμάτων. Πως γίνεται δηλαδή μια απόπειρα συγκάλυψης των κυβερνητικών ευθυνών και παράλληλα μια προσπάθεια να πέσει όλο το βάρος στα «ανθρώπινα λάθη» που οδήγησαν στην τραγωδία.
Πρώτα και κύρια, ο κατάλογος των μαρτύρων δεν διευρύνθηκε. Ως εκ τούτου άνθρωποι που είχαν πολλά να πουν για το θέμα δεν κλήθηκαν ποτέ να καταθέσουν. Παρά τα συνεχιζόμενα αιτήματα για κάτι τέτοιο από πλευράς της αντιπολίτευσης.
Σε γενικές γραμμές, αυτό που διαπιστώνουμε είναι πως το ελληνικό πολιτικό σύστημα είναι «μανούλα» στο να προστατεύει τους δικούς του. Βρίσκει τρόπους, βρίσκει χώρο.
Η απόρριψη, για παράδειγμα, των επιπλέον μαρτύρων δομήθηκε στην εκ προοιμίου μείωση της αξιοπιστίας τους με επιχειρήματα που δεν στέκουν – πολλοί είχαν πολλά να πουν, όμως δεν τους δόθηκε η ευκαιρία να ακουστούν. Ομοίως απορρίφθηκε το αίτημα σύσσωμης της αντιπολίτευσης για διαβίβαση της κατάθεσης του Κώστα Αχ. Καραμανλή στην αρμόδια Εισαγγελία προκειμένου να διερευνηθεί το αδίκημα της ψευδορκίας.
Γενικώς υπήρξε μια «πρεμούρα» να ολοκληρωθούν το συντομότερο δυνατό οι εργασίες της Επιτροπής, υπό την προεδρία του κ. Δημήτρη Μαρκόπουλου. Με τα δεδομένα που διαμορφώθηκαν, τα κόμματα θα πρέπει μέχρι τις 8 Μαρτίου να παραδώσουν τα πορίσματά τους για το δυστύχημα των Τεμπών και στις 11 Μαρτίου θα γίνει συζήτηση επί αυτών ακριβώς των πορισμάτων.
Μην κρυβόμαστε. Το ζήτημα είναι πλειοψηφικό. Η κυβέρνηση με την άνεση που της δίνει το 41% έχει τις αριθμητικές ισορροπίες συντριπτικά υπέρ της. Και είναι φανερό πως κάποια μέλη της το χρησιμοποιούν για να αποφύγουν να πατήσουν πιθανές «μπανανόφλουδες».
Και έτσι ακριβώς η αίσθηση των περισσοτέρων είναι πως το έγκλημα των Τεμπών θα περάσει δίχως να τιμωρηθούν οι πραγματικοί φταίχτες. Όμως όσο ακόμα το θέμα είναι ανοιχτό, η φλόγα της ελπίδας πρέπει να συνεχίσει να καίει. Κόντρα στα όσα μας άφησε ως (ντροπιαστικό) δίδαγμα ο τρόπος που λειτούργησε αυτή η Εξεταστική Επιτροπή.
Ή άλλα παράπλευρα ζητήματα. Όπως η προσπάθεια που, μέσω social media κυρίως, παρατηρήθηκε να μπουν σκιές στα κίνητρα ανθρώπων όπως η Μαρία Καρυστιανού, μητέρα της αδικοχαμένης στη σιδηροδρομική τραγωδία των Τεμπών, 20χρονης Μάρθης, και πρόεδρο της οργάνωσης Τέμπη 2023, που αγωνίζεται για τη δικαίωση των θυμάτων του φρικτού δυστυχήματος.
Μια απόπειρα δολοφονίας χαρακτήρα που πραγματικά δεν θέλουμε να αναπαράγουμε περαιτέρω, γιατί το επίπεδο αυτών που την ενορχήστρωσαν περισσότερο από θλιβερό είναι απάνθρωπο.
Κάποια στιγμή, ο κ. Καραμανλής συνέστησε στους συγγενείς να είναι βουβός ο πόνος τους – μια τουλάχιστον κατακριτέα ηθικά τοποθέτηση. «Αν μέχρι τώρα σας ενοχλούσε το γεγονός ότι δεν ήμασταν βουβοί, ετοιμαστείτε για την εκκωφαντική παρουσία μας από εδώ και τώρα», (του) απάντησε ο Βαγγέλης Βλάχος αδελφός του Βάιου Βλάχου, ενός από τους 57 νεκρούς της σιδηροδρομικής τραγωδίας.
Και ναι, τελικά ίσως αυτό να αποδειχθεί ως η μόνη λύση: Το να μη μείνει δηλαδή κανείς απαθής, αδρανής και σιωπηλός. Το να αντιδράσει στα κακώς κείμενα και να μην τα αφήσει να περάσουν στο πλαίσιο μιας γενικότερης νοοτροπίας του «ό,τι και να κάνουμε θα φταίει η κακή η (χ)ώρα»…