Σε πρώτη φάση να πούμε, να ξεκαθαρίσουμε και να προτάξουμε το θετικό. Κάθε υπόθεση ενδοοικογενειακής βίας, όπως και αν αυτή αποκαλύπτεται, σημασία έχει να έρχεται στο φως. Εγκαίρως, καίρια, ουσιαστικά και κυρίως αποτρεπτικά. Είναι λοιπόν προφανές πως η σύλληψη και δίωξη του πασίγνωστου δικηγόρου που κατηγορείται πως επιτέθηκε σωματικά στη γυναίκα του είναι προς αυτήν τη σωστή κατεύθυνση.
Παρότι τελικά η σύζυγος και ο φερόμενος ως θύτης υποστήριξαν στις καταθέσεις τους πως τα τραύματά της προέρχονται από «πτώση σε σκάλα». Ο γιατρός ιδιωτικού νοσοκομείου που την εξέτασε διαπίστωσε πως οι βαριές κρανιογκεφαλικές κακώσεις προέρχονται από ξυλοδαρμό και αμέσως, ως όφειλε, ειδοποίησε την Αστυνομία.
Να όμως που κάπου εδώ έρχεται ένα πολύ προβληματικό σημείο, στα όρια του ντροπιαστικού, που δεν έχει αναδειχτεί νομίζουμε όσο θα έπρεπε. Υποτίθεται, πως με το λεγόμενο νόμο Φλωρίδη έχουν δοθεί κίνητρα σε κοινωνικούς λειτουργούς, ψυχολόγους, γιατρούς, εκπαιδευτικούς κλπ να αναφέρουν αμελλητί κάθε περίπτωση ενδοοικογενειακής βίας.
Κι υποτίθεται επίσης ότι οι επαγγελματίες που (θα) αναφέρουν τέτοια περιστατικά θα προστατεύονται απόλυτα από τις σε βάρος τους κακόβουλες μηνύσεις, αναφορές και πειθαρχικές διώξεις.
Συνέβη κάτι τέτοιο στην εν λόγω περίπτωση; Κάθε άλλο. Ελάχιστες ώρες μετά την καταγγελία του γιατρού, η ελληνική Αστυνομία μοίρασε την είδηση στα ΜΜΕ και ως εκ τούτου ο γιατρός «κρεμάστηκε στα μανταλάκια», καταπώς το λέμε. Πολλά είναι αυτό, πάντως σίγουρα όχι προστασία από πλευράς των Αρχών. Αυτή είναι δηλαδή η στήριξη που υποτίθεται θα είχε;
Μην μας κάνει εντύπωση αν ο επόμενος «γιατρός», όποιος τέλος πάντων αρμόδιος επαγγελματίας βρεθεί σε ανάλογη θέση, φοβηθεί να προχωρήσει στην καταγγελία. Κι ας είναι, νομικά και ηθικά, υποχρεωμένος να το πράξει.
Και μεταξύ μας, μπορούμε και να τον καταλάβουμε αυτόν τον «όποιον». Για να πάει να μπλέξει; Γιατί να ρισκάρει να βρεθεί αυτός σε θέση κατηγορούμενου, να κινδυνεύσει να χάσει τα πάντα, φήμη, υπόληψη και επαγγελματική ακεραιότητα; Πώς να του ζητήσουμε κάτι τέτοιο όταν τον αφήνουμε εντελώς απροστάτευτο, έκθετο σε κάθε λογής επιθέσεις και παραβίαση της ιδιωτικής του σφαίρας;
Το πρόβλημα είναι πολύ σοβαρό και δεν πρέπει να παραγνωρίζεται. Δεν είναι κάτι που «έλα μωρέ συνέβη» και μπορεί κανείς να το προσπεράσει και να πάει παρακάτω.
Η ενδοοικογενειακή βία, κάτι ούτως ή άλλως άρρωστο καθώς επίσης και προοίμιο ακόμα πιο ακραίων φαινομένων όπως η γυναικοκτονία, πρέπει να σταματιέται όπου εντοπίζεται, ριζικά. Αυτό μπορεί να βοηθηθεί τα μέγιστα ως συνθήκη όταν τα θύματα ή επαγγελματικές ομάδες που βρίσκονται κοντά σε αυτά, βρουν δύναμη και τρόπο να μιλήσουν, να μοιραστούν το δράμα.
Όλο αυτό είναι μια συλλογική μάχη. Που δεν μπορεί να κερδηθεί αν δεν υπάρχει ένωση δυνάμεων, συντονισμένες κινήσεις. Αλληλοπροστασία. Ναι, θεωρητικά με τη θέσπιση υποχρέωσης καταγγελίας ο νόμος θωρακίζει τους επαγγελματίες που καταγγέλλουν περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας που υποπίπτουν στην αντίληψή τους. Με σχετικό ακαταδίωκτο σε εκδικητικές μηνύσεις των δραστών, αλλά και αποφυγή της ταλαιπωρίας να καταθέσουν ως μάρτυρες (εκτός αν το δικαστήριο κρίνει απολύτως αναγκαία τη φυσική παρουσία τους).
Όμως περιπτώσεις όπως η συγκεκριμένη με τον πασίγνωστο δικηγόρο, έρχονται να μας θυμίσουν πως οι καλύτερες των προθέσεων δεν αρκούν. Η πράξη ορίζει το τελικό πρόσημο. Και εν προκειμένω είχαμε ένα τεράστιο «φάουλ» με το άδειασμα του γιατρού, με τη μη προστασία του.
Μην πέσουμε συνεπώς από τα σύννεφα αν μετά κάποιοι επαγγελματίες μελλοντικά προτιμήσουν τη σιωπή από την καταγγελία. Προφανώς και δεν θα είναι το σωστό ως κίνηση. Αλλά με το χέρι στην καρδιά, πώς θα μπορεί κανείς να τους κατηγορήσει πραγματικά;