Όχι, η Βούλα Παπαχρήστου δεν μας έκανε όλους υπερήφανους

Το χάλκινο μετάλλιο που κατέκτησε στο ευρωπαϊκό κλειστού στίβου ήταν ακόμη μία μεγάλη διάκριση για την Βούλα Παπαχρήστου που πρώτα δίχασε τους Έλληνες και μετά τους έκανε να νιώσουν «εθνικά υπερήφανοι».

Για την ιστορία που συνοδεύει την Βούλα Παπαχρήστου από το καλοκαίρι του 2012 ό,τι ήταν να γραφτεί έχει ήδη γραφτεί. Μια νεαρή, φιλόδοξη αθλήτρια ανεβάζει στο twitter ένα καφενειακού επιπέδου «αστείο» με ρατσιστικές προεκτάσεις με αποτέλεσμα να μην ταξιδέψει ποτέ για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου.

Εκείνη η υπόθεση ήταν για πολλούς ένα μάθημα που αφορούσε τη διαχείριση της εικόνας του καθενός και το χειρισμό των social media που μέχρι τότε υπήρχε η στρεβλή αντίληψη ότι αποτελούν προσωπικό χώρο και όχι δημόσιο βήμα.

 

Μένοντας στο αθλητικό κομμάτι της υπόθεσης, είναι βέβαιο πως η τιμωρία της ήταν αρκετή. Πολλοί μάλιστα υποστήριξαν ότι ίσως υπήρξε δυσανάλογα βαριά σε σχέση με το ατόπημά της.

Πέρα όμως από τα κουνούπια και τους Αφρικανούς, ήταν η στάση της το αμέσως επόμενο διάστημα, οι δηλώσεις της και οι άγνωστες ως τότε προσωπικές λεπτομέρειες που την έκαναν (τουλάχιστον) μη συμπαθή σε μεγάλο μέρος της κόσμου. Ταυτόχρονα, βέβαια, εκτόξευσαν τη δημοφιλία της σε άλλα κομμάτια της κοινωνίας.

Την Βούλα νιώθουμε, λοιπόν, ότι τη γνωρίσαμε και ως αθλήτρια και ως άνθρωπο. Πράγμα που δεν συμβαίνει συχνά.

Συνήθως οι επιδόσεις, τα ρεκόρ και η απόδοση κάποιου στο συγκεκριμένο χώρο θεωρούνται από το κοινό αρκετά για να κρίνουν και το πρόσωπο. Έτσι κι αλλιώς, οι μεγάλοι αθλητές διαθέτουν ολόκληρους στρατούς από image makers που φροντίζουν να διατηρούν την ατσαλάκωτη εικόνα των πελατών τους.

Όταν πριν από περίπου ένα χρόνο η Παπαχρήστου επέστρεψε από το παγκόσμιο του Όρεγκον, η λάμψη του χάλκινου μεταλλίου «τύφλωσε» και πολλούς από εκείνους που λίγα χρόνια πριν την κατηγορούσαν. Αρκετοί ένιωσαν «εθνικά υπερήφανοι» βλέποντας τη σημαία να κυματίζει  ψηλά χάρη στο δικό της άλμα, τη δική της προσπάθεια. Αυτό, όμως, είναι πρόβλημα των ίδιων και σε καμία περίπτωση δικό της.

Ο στίβος αποτελείται από μοναχικά αγωνίσματα. Με ανθρώπους που εκ των πραγμάτων δεν έχουν να περιμένουν τίποτα από κανέναν. Βγαίνουν στα κουλουάρ ή το ταρτάν για να ανταγωνιστούν τους άλλους και τον εαυτό τους. Σε αντίθεση με τους περισσότερους από εμάς που περιμένουμε από τους άλλους να μας κάνουν να νιώσουμε οτιδήποτε, βρίσκοντας μέσα από τις ζωές τους, νόημα στις δικές μας.

Με την ίδια ευκολία που σταθήκαμε απέναντί της τη στιγμή του λάθους της, σπεύσαμε να ταυτιστούμε με την επιτυχία της. Να αισθανθούμε πως το εθνόσημο που φέρει στη στολή της εκφράζει έναν ολόκληρο λαό. Εκείνη τη στιγμή δεν αντιλαμβανόμαστε ότι είναι η δική μας ανάγκη που μετατρέπει τον αθλητή σε πρότυπο, σε σύμβολο ή οτιδήποτε άλλο. Επιλέγουμε να μεταφράσουμε τη δική της «νίκη» σε εθνική υπόθεση. Άλλωστε, σχεδόν σε όλον τον κόσμο συμβαίνει κάτι ανάλογο, αφού πάντα ο αθλητισμός -άθελά του- αποτελούσε όχημα για να συμβεί κάτι τέτοιο.

Προφανώς και θα υποστηρίξεις τον αθλητή της χώρας σου. Μιλάτε την ίδια γλώσσα, έχετε όμοια εξωτερικά γνωρίσματα και καταβολές. Θα τον δεις -ίσως- να κάνει το σταυρό του πριν μια προσπάθεια ή να μονολογεί λέξεις που καταλαβαίνεις. Αυτή η οικειότητα θα σε φέρει κοντά του, ακόμη κι αν δεν προσδίδεις πατριωτικές, εθνικές ή εθνικιστικές διαστάσεις στην παρουσία του.

Αυτά είναι τα στοιχεία που σε ενώνουν, σε δένουν μαζί του. Στην περίπτωση της Βούλας Παπαχρήστου, όμως, δεν είναι μόνο αυτή η ασυναίσθητη και ανακλαστική ανάγκη που οδηγεί τη σκέψη και κυρίως τα συναισθήματά σου. Είναι κι εκείνα που γνωρίζεις για τις ιδέες και τις απόψεις της, τα οποία μπαίνουν στην εξίσωση. Και σε κάνουν να απομακρύνεσαι. Να μην νιώθεις ότι σε κάθε πάτημα κουβαλάει ούτε την Ελλάδα ούτε τους Έλληνες ούτε κανέναν, παρά μόνο την ίδια.

Μπράβο της για το σωματικό και ακόμη περισσότερο ψυχικό σθένος που επέδειξε όταν πριν από πέντε χρόνια βρέθηκε με τους περισσότερους απέναντί της. Συγχαρητήρια για τις σπουδαίες επιτυχίες που ακολούθησαν και μαρτυρούν ότι πρόκειται για μια αθλήτρια υψηλού επιπέδου. Τα κατάφερε περίφημα και θα πρέπει να είναι υπερήφανη γι’ αυτό. Πολύς κόσμος, όμως, μπορεί να μην νιώσει καμία περηφάνια για εκείνη. Απλά να την παραδέχεται, αλλά να μην μπορέσει ποτέ ξανά να την αποδεχτεί…