Η νεκρανάσταση της φαυλότητας που μας οδήγησε στη χρεοκοπία

Όταν νιώσαμε ξανά ισχυροί και ανεξάρτητοι, επιστρέψαμε στις... εργοστασιακές ρυθμίσεις.

Στα τέλη του περασμένου Απριλίου συμπληρώθηκαν 15 χρόνια από το διάγγελμα του Γιώργου Παπανδρέου στο Καστελόριζο και στις αρχές Μαΐου από την υπογραφή του 1ου Μνημονίου με τους Ευρωπαίους δανειστές.

Στα χρόνια που ακολούθησαν η χώρα υπέγραψε άλλα δύο Μνημόνια και υποβαλλόταν σε αξιολογήσεις ανά τρεις μήνες για να εισπράττει τις δόσεις του δανείου. Το κατά κεφαλήν εισόδημα υπέστη limit down, μισθοί και συντάξεις πέρασαν από την κλίνη του Προκρούστη, τα ποσοστά φτώχιας στη χώρα εκτινάχθηκαν και χιλιάδες συμπολίτες μας έφυγαν στο εξωτερικό, απρόθυμοι να συμβιβαστούν με αμοιβές πείνας.

Το πολιτικό προσωπικό ωστόσο φαίνεται ότι δεν μελέτησε ποτέ τους λόγους που μας οδήγησαν στη χρεοκοπία. Και δεν ήταν δα και πυρηνική φυσική. Η Ελλάδα είχε σπαταλήσει μέσα σε 40 χρόνια σχεδόν 800 δισεκατομμύρια ευρώ ξένα χρήματα. Περίπου 350 δισεκατομμύρια ευρώ ήταν οι δωρεάν παροχές από την Ευρωπαϊκή Ένωση και άλλα 430 δισεκατομμύρια ευρώ τα χρήματα από τα κατά καιρούς δάνεια.

Όλοι γνωρίζουμε πόσο συντεχνιακά και πελατειακά σκορπίστηκαν αυτά τα χρήματα. Την εποχή του Ανδρέα η λαμογιά έγινε μαγκιά και ο εύκολος πλουτισμός μόδα σε πασαρέλα επίδειξης. Τα υπουργεία διαγωνίζονταν στη ρεμούλα και ο συνδικαλισμός μετατράπηκε σε παρακρατικό μηχανισμό ισοπέδωσης ανάπτυξης. Μιλώντας για δημιουργία κομματικών στρατών, οι αριθμοί δίνουν την εξής εκπληκτική ακολουθία. Το Δημόσιο πλήρωνε 400.000 υπαλλήλους το 1980. Το 2009 οι μισθωτοί ξεπέρασαν τους 1.135.000.

Εκείνη τη χρονιά ο προϋπολογισμός είχε έλλειμμα 36 δισεκατομμύρια ευρώ. Το «μαζί τα φάγαμε» του Θεόδωρου Πάγκαλου είχε μια δόση αλήθειας, αλλά πρακτικά έβγαζε λάδι αυτούς που τα έφαγαν πολύ περισσότερο από τους άλλους και αδικούσε κατάφωρα εκείνους (τους λίγους έστω) που δεν τσίμπησαν ούτε κοκαλάκι.

Αυτό που αποδεικνύεται είναι ότι δεν μάθαμε τίποτα απ’ όλα τα δεινά που προκάλεσε η κρίση. Στα χρόνια του Σαμαρά και του Τσίπρα πράγματι η διασπάθιση δημόσιου και κοινοτικού χρήματος μειώθηκε δραστικά, αλλά μήπως τελικά συνέβη λόγω της διεθνούς επιτήρησης, των μνημονιακών δεσμεύσεων και των περιορισμένων πόρων;

Όταν νιώσαμε ξανά ισχυροί και… ανεξάρτητοι, επιστρέψαμε στις εργοστασιακές ρυθμίσεις. Στην παραγωγή διαφθοράς και την πλήρη ανασυγκρότηση του πελατειακού κράτους. Στη νεκρανάσταση της νοσηρής νοοτροπίας που μας οδήγησε στη χρεοκοπία. Δεκαπέντε χρόνια μετά το Καστελόριζο, η δυσοσμία διαπλοκής στην ατμόσφαιρα είναι τόσο έντονη που παραπέμπει σε όλα αυτά που μας οδήγησαν στο Καστελόριζο. Από τα «Σκόιλ Ελικίκου», τις υποκλοπές και τα Τέμπη έως το θολό σαν βούρκο τοπίο των απευθείας αναθέσεων, τον ΟΠΕΚΕΠΕ και το ταμείο ανάκαμψης, που απ’ ότι φαίνεται έπεται.

Το μεγαλύτερο κακό που κληροδοτεί στην κοινωνία αυτή η περίοδος διακυβέρνησης από τη ΝΔ είναι η θριαμβευτική επιστροφή αυτών των φαύλων πρακτικών και προτύπων. Η αίσθηση ότι καμία θυσία (και αξιολόγηση) δεν είχε τελικά νόημα. Τα φαντάσματα του παρελθόντος είναι εδώ – «ολοζώντανα» όπως τότε. Η κυβέρνηση αυτή είχε μια τεράστια ευκαιρία να εξευρωπαΐσει τη χώρα, ως η πρώτη ιστορικά που έπαιζε με διαφορά 25 μονάδων από τον δεύτερο και με τόσο μεγάλη επικοινωνιακή υπεροχή.

Μπορούσε δηλαδή να απορροφήσει το όποιο πολιτικό κόστος οποιαδήποτε μεταρρύθμισης, ακόμα και «άβολης» για πολλούς. Μπορούσε να σπάσει αυγά με ορίζοντα την καλλιέργεια ενός αξιακού κώδικα που θα έστελνε στο χρονοντούλαπο της ιστορίας τη σκοτεινή πλευρά του «παπανδρεϊσμού» και θα αναβάθμιζε τη σχέση κράτους – πολιτών.

Βεβαίως, το πράγμα φάνηκε από την αρχή ότι δύσκολα θα πήγαινε προς τα εκεί. Όταν διακατέχεσαι από τη σπουδή της συγκρότησης ενός συστήματος που θα διαφεντεύει το μιντιακό πεδίο, τότε αχνοφαίνονται κάποιοι από τους μύχιους πόθους σου. Διότι, ποιος ο λόγος να ασχολείσαι τόσο με προπαγανδιστικές ανησυχίες αν οι προθέσεις σου είναι αγνές;

Διαχρονικά στην Ελλάδα, οι ηγεσίες νοιάζονται πάντα για το πώς θα αρπάξουν την εξουσία και όχι πώς θα την διαχειριστούν. Αυτή η εξουσιομανία είναι η αιτία των περισσοτέρων κοινωνικών και πολιτικών εγκλημάτων που διαπράχθηκαν στη χώρα, όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Θάνος Παπαδόπουλος στο βιβλίο του «Ποιοι και πώς μας οδήγησαν στη χρεοκοπία».

Οι κυβερνώντες κομπορρημονούν ότι η Ελλάδα είναι πλέον ισχυρή οικονομικά, κραδαίνοντας δείκτες ανάπτυξης. Στην πραγματικότητα παραμένει πάμπτωχη σε επίπεδο πολιτικής κουλτούρας και εξαιρετικά ευάλωτη στους μηχανισμούς που την κατάντησαν «ζητιάνα» διεθνώς.

Όσες αξιολογήσεις και αν κλείσαμε, το πρόβλημα ήταν ότι δεν διατάχθηκε ποτέ στη χώρα μια αξιολόγηση αξιών.