«Ο θάνατός σου η ζωή μου»: Η τελευταία ζαριά του Ταγίπ Ερντογάν…

H διατήρηση του ηγεμονικού ρόλου του Ερντογάν στην Τουρκία περνάει μέσα από τον πιο περίπλοκο «δρόμο» της γειτονικής χώρας.

Τα τελευταία χρόνια, η πολιτική σκηνή της Τουρκίας χαρακτηρίζεται από διαρκείς ανακατατάξεις, έντονη πόλωση και στρατηγικούς ελιγμούς. Σε αυτό το ρευστό και πρωτόγνωρα ασταθές περιβάλλον, πλήρως αντιθετικό με ένα πολιτικό σκηνικό συνυφασμένο με έναν… ηγεμόνα, αυτός ο τελευταίος -δηλαδή ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν- προσπαθεί να διατηρήσει την κυριαρχία του, αναζητώντας νέες ισορροπίες ανάμεσα στο (εσωτερικής κατεύθυνσης) χαρτί του εθνικισμού και τους γεωπολιτικούς συσχετισμούς.

Ένα από τα πιο σύνθετα και μακροχρόνια ζητήματα που καθορίζουν την πορεία της χώρας είναι το κουρδικό, θέμα που δεν αφορά μόνο την εσωτερική ασφάλεια ή τις εθνοτικές σχέσεις εντός της Τουρκίας, αλλά επηρεάζει άμεσα τις πολιτικές εξελίξεις, τις διεθνείς σχέσεις και τη βιωσιμότητα της εξουσίας του Τούρκου προέδρου.

Ο Ερντογάν κινείται μεθοδικά γύρω από το κουρδικό ζήτημα, επιχειρώντας να ενισχύσει τη θέση του στην ηγεσία της Τουρκίας. Η πολιτική του απέναντι στους Κούρδους ταλαντεύεται ανάμεσα στην έντονη καταστολή και τις επιλεκτικές προσεγγίσεις ώστε να διαμορφώσει έναν πολιτικό συσχετισμό που να τον ευνοεί.

Στις νοτιοανατολικές επαρχίες, όπου συγκεντρώνεται μεγάλο μέρος του κουρδικού πληθυσμού (περίπου 20%), ο Ερντογάν δοκίμασε να κερδίσει εκλογική στήριξη μέσω πολιτικών που διέκοπταν ή περιορίζαν τη σύγκρουση, υποσχόμενοι βελτίωση της οικονομίας και αναγνώριση πολιτικών δικαιωμάτων. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια έχει υιοθετήσει πιο σκληρή, εθνικιστική γραμμή, όπως στρατιωτικές επιχειρήσεις σε Συρία και Ιράκ και περιορισμούς απέναντι στο HD με αποτέλεσμα να απομακρυνθεί η κουρδική υποστήριξη.

Το HDP αποτελεί ισχυρό διαπραγματευτικό μοχλό: με συμπάθειες άνω του 10% στο εκλογικό σώμα, η υποστήριξή του προς την αντιπολίτευση, δηλαδή τον Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, θα μπορούσε να διαδραματίσει κρίσιμο ρόλο στις εκλογές. Προς αυτή την κατεύθυνση, ο κουρδικός πολιτικός χώρος αντιμετωπίζει τα δικά του διλήμματα: αν θα επιστρέψει στην ένοπλη δράση ή θα συνεχίσει την πολιτική μεταστροφή του, αν θα λάβει μέρος σε συνεργασίες με την εξουσία ή θα παραμείνει ανεξάρτητος, διακινδυνεύοντας την εσωτερική συνοχή και την αξιοπιστία του.

Την ίδια στιγμή, ο Ερντογάν επιδιώκει γεωστρατηγικές κουρδικές συμμαχίες, για να αποσπάσει μερίδιο συντηρητικού κουρδικού εκλογικού ακροατηρίου, ενώ παράλληλα ενεργεί στρατιωτικά κατά των μαχητικών ομάδων YPG και PKK. Τελευταία, φαίνεται πως υπάρχει μία προσπάθεια να «ζεσταθούν» εν νέου οι διαπραγματεύσεις με τον Αμπντουλάχ Οτσαλάν, κάτι που θυμίζει τις συνομιλίες του 2015, που όμως δεν κατέληξαν σε συμφωνία. Αν πετύχει τώρα μια ιστορικής σημασίας ειρηνική συμφωνία με το PKK, ίσως ανοίξει ο δρόμος για αναγνώριση της κουρδικής ταυτότητας και πολιτική σταθερότητα.

Καθώς η Τουρκία βαδίζει σε μια νέα πολιτική εποχή, με αυξανόμενες κοινωνικές πιέσεις και γεωπολιτικές προκλήσεις, το κουρδικό ζήτημα παραμένει ένας κομβικός παράγοντας που μπορεί να καθορίσει τις μελλοντικές ισορροπίες. Η στρατηγική του Ερντογάν, άλλοτε μετωπική και άλλοτε διαλλακτική, δείχνει ότι το Κουρδικό δεν αποτελεί απλώς εθνικό πρόβλημα, αλλά εργαλείο πολιτικού υπολογισμού. Το αν τελικά θα χρησιμοποιηθεί για την επίτευξη μιας ιστορικής συμφωνίας ή θα συνεχίσει να λειτουργεί ως μέσο διχασμού, θα κρίνει όχι μόνο την προσωπική του πορεία στην εξουσία, αλλά και τη συνοχή και τη δημοκρατική προοπτική της ίδιας της Τουρκίας.