Πλήρης απαξίωση των ανθρωπιστικών σπουδών: Η φωτό των βάσεων που δείχνει την απόλυτη κατάντια του εκπαιδευτικού συστήματος 

Τα λέει όλα και… ακόμα περισσότερα  

Οι Πανελλήνιες Εξετάσεις, μέσα από τη διαμόρφωση των βάσεων, είναι ένας καλός έμμεσος τρόπος να αφουγκραστείς τις τάσεις μιας κοινωνίας. Τι προτιμάνε τα νέα παιδιά που έρχονται με φόρα (μακάρι και με όνειρα) για να αποκτήσουν τη γνώση που θα τους δώσει μετέπειτα τα απαραίτητα εφόδια για να μπουν στην αγορά εργασίας. Τι (προ)βλέπουν να έχει μέλλον ως επάγγελμα, ειδικά με την ραγδαία εξέλιξη της Τεχνητής Νοημοσύνης. Αλλά και να καταλάβεις, την ίδια στιγμή, τι πάει στραβά με το εκπαιδευτικό σύστημα, εν γένει…

Υπάρχουν κλασικά διαχρονικές σχολές γοήτρου και κύρους, όπως η Ιατρική και η Νομική, που κινούνται πάντα ψηλά στις βάσεις εισαγωγής – το «γιατρός και δικηγόρος να γίνεις» είναι ακόμα κομμάτι του Greek dream της εγχώριας οικογένειας. Κατά τα άλλα, μέσα από τι προτιμούν οι μελλοντικοί φοιτητές ανά τις χρονιές, κατανοείς και το κοινωνικό αποτύπωμα της εκάστοτε εποχής.

Δεν είναι τυχαίο για παράδειγμα, κάθε άλλο, πως φέτος παρατηρήθηκε θεαματική αύξηση σε σχολές όπως το Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών ή το Ναυτιλιακό, που (φαίνεται να) δίνουν γερό πάτημα για δουλειά στο εξωτερικό. Ή ότι έχουν μεγάλη πτώση οι κάποτε περιζήτητες στρατιωτικές Σχολές – παλαιότερα ο κόσμος επιζητούσε τη σιγουριά της μονιμότητας, αλλά η πράξη (κακοί μισθοί, δύσκολη ζωή στην επαρχία και συχνές μεταθέσεις) τροποποίησε τις προτεραιότητες.

Μέσα σε όλα όμως, πρέπει να υπάρχουν σταθερές. Στοιχεία που ιδανικά δεν θα έπρεπε να άγονται από το «τι τρεντάρει». Μόνο που αυτό δεν ισχύει, τελικά, καθόλου. Η παραπάνω φωτογραφία είναι ο ορισμός του «τα λέει όλα»:

 

Τι βλέπουμε εκεί; Σχολές όπως η Φιλοσοφική και το Παιδαγωγικό να έχουν όριο εισαγωγής κάτω από 12.000 μόρια, κάτω από 12 δηλαδή για να κάνουμε την αναγωγή στην κλίμακα του 20, ενώ σε αρκετές εξ αυτών μπαίνεις ακόμα και με βαθμό κάτω από τη βάση! Η πλήρης απαξίωση. Με άλλα λόγια, άνθρωποι που μπορεί στο μέλλον να γίνουν δάσκαλοι και καθηγητές και να διδάσκουν παιδιά, υπήρξαν κάθε άλλο παρά πρότυπα οι ίδιοι ως μαθητές. Δεν είναι σκληρό ούτε ελιτίστικο που το θέτουμε έτσι. Είναι απλά ρεαλιστικό.

Αυτό που προκύπτει από τις φετινές βάσεις, αυτό που πιο σωστά επιβεβαιώνουν οι Πανελλήνιες Εξετάσεις, είναι το φτωχό επίπεδο των Ελλήνων μαθητών σε ποσοστιαία αναλογία. Και ότι αυτό περνάει αμέσως μετά στο Πανεπιστήμιο. Καταλήγοντας στην αγορά εργασίας. Όμως η κυνική αλήθεια είναι και ότι τα παιδιά που έχουν ικανότητες άνω του μέσου όρου, επιλέγουν σχολές με άμεση σύνδεση ως προς την αύξηση των πιθανοτήτων τους να βγουν μετά δυνατά και ανταγωνιστικά στη «ζούγκλα» του έξω και να διεκδικήσουν μια καλή δουλειά.

Ισχύει αυτό, το καλή δουλειά δηλαδή, για καθηγητές και δασκάλους; Προφανώς και οχι στην παρούσα φάση. Πώς να γεννήσει όνειρο και ελπίδα σε έναν νέο ένα μέλλον μεταξύ ανεργίας, ιδιαίτερων, κακοπληρωμένων λίγων ωρών στα φροντιστήρια και κάπου εκεί στο βάθος, εντελώς θολά, να αχνοφαίνεται η λέξη «διορισμός»; Με μισθούς απελπιστικά χαμηλούς (και 12 στο έτος, όχι 14), με μια κοινωνία που αντί να σέβεται και να προστατεύει τους εκπαιδευτικούς της, ψάχνει κάθε τρόπο να τους μειώσει, τους αποκαλεί για παράδειγμα τεμπέληδες επειδή έχουν περισσότερους μήνες διακοπές από το μέσο όρο (λες και στην υπόλοιπη Ευρώπη είναι αλλιώς). Με το μόνο αβαντάζ, τη μονιμότητα, να έχει μπει στη συζήτηση ως κάτι που μπορεί να καταργηθεί.

Ναι, είναι βαθιά προβληματικό να εισάγεται κάποιος στη Φιλοσοφική και στο Παιδαγωγικό με τόσο χαμηλό βαθμό. Αλλά είναι και αποτέλεσμα της κοινωνίας που χτίσαμε, αυτής επίσης που «φτιάχνουμε» για το μέλλον. Σε ένα πλαίσιο που απουσιάζει εντελώς από τη συζήτηση το ότι το Πανεπιστήμιο δεν θα έπρεπε να είναι μόνο για «να βρω δουλειά», αλλά και χώρος γνώσης, κοινωνικοποίησης, ζυμώσεων και ουσιαστικής μετάβασης στον κόσμο των μεγάλων. 

Ειδικά στις ανθρωπιστικές σπουδές που είναι σε θέση να διαμορφώσουν σε μεγάλο βαθμό την ποιότητα μιας κοινωνίας. Καλλιεργώντας κριτική σκέψη, ερμηνευτική ικανότητα, κατανόηση διαφορετικών πολιτισμών, στοιχεία δηλαδή όχι απλώς επιθυμητά, αλλά απαραίτητα σε αυτό που (θα) είναι ένα εντελώς αβέβαιο μέλλον. Χρειαζόμαστε και σκεπτόμενους πολίτες, όχι μόνο καλά αμειβόμενους εργαζόμενους. Ποτέ οι άνθρωποι δεν πρέπει να σταματήσουν να χρειάζονται τη φιλοσοφία, τη λογοτεχνία, την τέχνη, την ιστορία…