Η δολοφονία του Τσάρλι Κερκ, αναμφίβολα δηλαδή του πρώτου θέματος συζήτησης παγκοσμίως τις τελευταίες μέρες, μοιάζει να αποτελεί τομή για την αμερικάνικη κοινωνία και το κλίμα πόλωσης που επικρατεί τα τελευταία χρόνια στο εσωτερικό της. Και τούτο παρά το γεγονός πως η εν λόγω δολοφονία δεν υπήρξε αποτέλεσμα της σύγκρουσης των παραδοσιακών στρατοπέδων αλλά «εσωτερικής» αντίθεσης: ένας ακροδεξιός σκότωσε έναν άλλο ακροδεξιό επειδή θεώρησε πως δεν είναι… πολύ ακροδεξιός. Αν και βασικό αυτό το στοιχείο, για την γιγάντωση της πόλωσης φαντάζει λεπτομέρεια. Το θέμα άλλωστε είναι ποιος προκαλεί αυτό το εμφυλιοπολεμικό κλίμα, όχι ποιος το συντηρεί…
Η χρήση του όρου «εμφύλιος» δεν γίνεται τυχαία εδώ. Η δολοφονία του Κερκ επανέφερε στο προσκήνιο μια λέξη που για δεκαετίες θεωρούνταν απαγορευμένη για τη σύγχρονη αμερικανική κοινωνία: περί του «εμφυλίου» ο λόγος. Σύμφωνα με στοιχεία που κατέγραψαν οι New York Times, τη μέρα της επίθεσης οι αναφορές του όρου «civil war» στην πλατφόρμα Χ (πρώην Twitter) ξεπέρασαν τις 129.000, ενώ την επόμενη εκτοξεύτηκαν στις 210.000. Ο μέσος όρος των προηγούμενων εβδομάδων δεν ξεπερνούσε τις 18.000 ημερησίως. Δεν πρόκειται για συνηθισμένη μεταφορά, αλλά για ένα ρητορικό σοκ που καταγράφει βαθιές μετατοπίσεις στην πολιτική ψυχολογία των ΗΠΑ.
Η μαζική χρήση της λέξης δεν περιορίστηκε σε απλούς χρήστες του διαδικτύου. Αντίθετα, την υιοθέτησαν πολιτικά πρόσωπα, δεξιοί σχολιαστές, επώνυμοι podcasters, ακόμη και επιχειρηματίες. Ο Άντριου Τέιτ ανήρτησε απλώς τις λέξεις «Civil War» και η ανάρτησή του συγκέντρωσε πάνω από 16 εκατομμύρια προβολές. Ο Έλον Μασκ, ιδιοκτήτης της ίδιας της πλατφόρμας, δημοσίευσε μήνυμα στο οποίο ανέφερε ότι «αν δεν μας επιτραπεί να ζήσουμε ειρηνικά, τότε η επιλογή μας είναι να πολεμήσουμε ή να πεθάνουμε», κερδίζοντας χιλιάδες likes και εκατομμύρια views. Αντίστοιχα, Ρεπουμπλικάνοι βουλευτές μίλησαν για «πόλεμο τιμής», κατηγορώντας την Αριστερά ότι οδηγεί τη χώρα στον γκρεμό.

Το φαινόμενο δεν εμφανίστηκε για πρώτη φορά. Μετά την οριστικοποίηση της απόπειρας του Τραμπ να επιστρέψει στην εξουσία, η χρήση του όρου ξεπέρασε τις 118.000 αναφορές μέσα σε δύο ημέρες. Τον Ιούλιο του 2024, μετά την απόπειρα δολοφονίας του Τραμπ, ο αριθμός έφτασε τις 260.000 αναφορές σε 48 ώρες. Παρατηρείται, με άλλα λόγια, ένα μοτίβο: κάθε γεγονός που αναγνωρίζεται από τη συντηρητική πλευρά ως «επίθεση στο έθνος» προκαλεί έκρηξη ρητορικής που ακουμπά την έννοια του εμφυλίου.
Η σταδιακή κανονικοποίηση αυτής της λέξης αλλάζει προφανώς και την βαρύτητά της.Πλέον, η λέξη δεν χρησιμοποιείται μόνο μεταφορικά, ως ένα απλό σχήμα λόγου που υποδηλώνει πόλωση, αλλά ως προειδοποίηση για το μέλλον ή ακόμα χειρότερα, ως απειλή. Αυτονόητα, η διάχυση αυτής της ρητορικής οδηγεί σε ένα κοινωνικό τοπίο όπου η συνύπαρξη δεν θεωρείται δεδομένη και όπου η διαφωνία δεν αντιμετωπίζεται ως θεμέλιο μιας πολυτασικής κοινωνίας αλλά ως αιτία ρήξης.
Στην περίπτωση των ΗΠΑ, αυτός ο ψυχρός, άυλος εμφύλιος φαίνεται να έχει ήδη αρχίσει. Όχι με όπλα στους δρόμους, αλλά με λέξεις που μοιάζουν ως προπομπός τους. Διότι όταν συγκεκριμένες λέξεις επαναλαμβάνονται καθημερινά από δημόσιες φιγούρες, τότε παύουν να λειτουργούν θεωρητικά και αρχίζουν να μοιάζουν ως μελλοντική αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Η πολιτική ρητορική άλλωστε έχει πάντα βάρος. Και πόσο μάλλον όταν η λέξη «εμφύλιος» κυριαρχεί στην ατζέντα: η αμερικάνικη κοινωνία μοιάζει ήδη ακροβατεί σε ένα επικίνδυνο όριο.