Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα μοιάζει εδώ και δεκαετίες με εκείνη τη μισοσπασμένη καρέκλα στο σπίτι. Όλοι ξέρουν ότι πρέπει να επισκευαστεί, όλοι λένε «κάποια στιγμή θα το κάνω», αλλά τελικά τη χρησιμοποιούμε όπως-όπως, ελπίζοντας να μην την αποτελειώσουμε. Το Λύκειο έχει προ πολλού χάσει τον ρόλο του ως αυτόνομη εκπαιδευτική βαθμίδα. Στην πραγματικότητα λειτουργεί ως προθέρμανση για το φροντιστήριο, μια τυπική στάση πριν από τις Πανελλήνιες, με μαθητές, γονείς και εκπαιδευτικούς να το αντιμετωπίζουν σχεδόν αποκλειστικά ως παράδρομο για έναν και μοναδικό στόχο: την εισαγωγή στο πανεπιστήμιο.
Δεν είναι τυχαίο ότι στην Ελλάδα το φροντιστήριο θεωρείται αυτονόητο, σχεδόν γραμμένο στο DNA της οικογένειας. Όπως ακριβώς υπάρχει το ρεύμα, το νερό και ο λογαριασμός του σούπερ μάρκετ, έτσι είναι και αυτό τουλάχιστον στις δύο τελευταίες τάξεις του Λυκείου. Ό,τι κάνει αλλού η δημόσια εκπαίδευση, εδώ το κάνει ο ιδιώτης. Στις περισσότερες προηγμένες ευρωπαϊκές χώρες τα φροντιστήρια ή τα ιδιαίτερα λειτουργούν συμπληρωματικά. Στην Ελλάδα, έγιναν η ίδια η ραχοκοκαλιά της πραγματικής μάθησης.
Και μέσα σε όλα αυτά, εμφανίζονται κάθε τρεις και λίγο οι περίφημες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, προϊόν ενός PowerPoint που παρουσιάζει με στόμφο «το σχολείο του μέλλοντος», ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για το σχολείο του… ακριβώς ίδιου παρελθόντος. Η Ελλάδα έχει αυτό το ανεπανάληπτο ταλέντο: να κάνει μεταρρυθμίσεις (εκπαιδευτικές εν προκειμένω) που δεν μεταρρυθμίζουν τίποτα.
Αυτή η βαθιά εξάρτηση από το φροντιστήριο αντανακλά ένα μοντέλο που παραμένει εξετασιοκεντρικό, φορτωμένο και αποκομμένο από τα εφόδια που χρειάζεται ο σύγχρονος μαθητής.
Οι επιδόσεις των Ελλήνων μαθητών στο διεθνή διαγωνισμό PISA που διεξάγει ο ΟΟΣΑ έρχονται κάθε φορά να υπενθυμίσουν αυτή την απόσταση λόγων και πράξεων. Η χώρα παραμένει σταθερά χαμηλά στις επιδόσεις, η τάση είναι πλέον διαχρονική. Ειδικά μετά το 2012 η Ελλάδα βρίσκεται σε σταθερή τροχιά αυξανόμενης απόκλισης από όλες τις υπόλοιπες χώρες, με αποτέλεσμα ο ΟΟΣΑ να κατατάξει το εκπαιδευτικό μας σύστημα σε εκείνα των οποίων η ποιότητα φθίνει με πολύ γρήγορο ρυθμό (fast declining systems).
Οι Έλληνες μαθητές βρίσκονται σταθερά κάτω από τον μέσο όρο σε κατανόηση κειμένου, μαθηματικά και φυσικές επιστήμες, με επιδόσεις που συνήθως ταιριάζουν σε χώρες που δεν έχουν καν σταθερό εκπαιδευτικό σύστημα. Το 2022, για παράδειγμα, η Ελλάδα ήταν στην 35η θέση ανάμεσα σε 38 ευρωπαϊκές χώρες στα μαθηματικά. Στον τελευταίο διαγωνισμό και στα τρία εξεταζόμενα αντικείμενα απέτυχε να περάσει στο 2ο επίπεδο ένας στους 4 Έλληνες μαθητές. Αυτό σημαίνει ότι ένα στα τέσσερα παιδιά είναι λειτουργικά αναλφάβητο.
Παρ’ όλα αυτά, η δημόσια συζήτηση σπάνια εμβαθύνει. Ακόμη και η ελληνική εκδοχή της PISA, απολύτως προσαρμοσμένη στη δική μας σχολική ύλη, επιβεβαίωσε πρόσφατα τη χαμηλή αποτελεσματικότητα του συστήματος χωρίς να προκαλέσει τον αναμενόμενο προβληματισμό. Είναι σαν τα στοιχεία να κατατίθενται κάθε χρόνο, αλλά σε πείσμα της ανάγκης για άμεσες παρεμβάσεις να μην αξιοποιούνται ποτέ. Σαν να έχει αναπτυχθεί ένα μόνιμο κλίμα αδράνειας, όπου η αλλαγή αποτελεί περισσότερο ρητορικό στόχο παρά εφαρμόσιμη πολιτική.
Στις περισσότερες χώρες τα αποτελέσματα του διαγωνισμού PISA αποτέλεσαν τον βασικό οδηγό για τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις στα εκπαιδευτικά τους συστήματα. Αντιθέτως, στην Ελλάδα υποβαθμίζονται κιόλας από τους ιθύνοντες άσκησης εκπαιδευτικής πολιτικής και τους πάσης φύσεως εκπαιδευτικούς κύκλους, προεξαρχόντων των συνδικαλιστών της εκπαίδευσης.
Αλλά θα μου πείτε, εδώ, δεν έχουμε καταφέρει ακόμα να λύσουμε τα στοιχειώδη. Κάθε Σεπτέμβρη έχουμε κενά εκπαιδευτικών που μπορεί να διαρκέσουν έως και δίμηνο, φέτος είχαμε και καθυστερημένα βιβλία για πρώτη φορά μετά το 2010. Επιπλέον, η σχολική ύλη μοιάζει να έχει γραφτεί με στόχο να ελεγχθεί η αντοχή των εφήβων και η δεινότητά τους στην παπαγαλία.
Το σχέδιο για την εφαρμογή του Εθνικού Απολυτηρίου ως κριτήριο εισαγωγής στα Πανεπιστήμια και την κατάργηση των πανελλαδικών εξετάσεων είναι προς τη σωστή κατεύθυνση. Όμως, αυτή τη στιγμή, δεν υπάρχει ένδειξη ότι το σχολείο θα αναβαθμιστεί ώστε να υποστηρίξει τη νέα δομή. Χωρίς ουσιαστικές παρεμβάσεις στην καθημερινή διδακτική διαδικασία, στην αξιολόγηση και δίχως αντικατάσταση του μοντέλου αποστήθισης με ένα μοντέλο που θα προωθεί την κριτική σκέψη, το σχολείο στην Ελλάδα θα παραμείνει «απρόθυμο» να καλλιεργεί δεξιότητες, προετοιμάζοντας περισσότερο για το φροντιστήριο, παρά για την ίδια τη ζωή.
O κίνδυνος να εστιάσουμε στο δέντρο, αγνοώντας το δάσος είναι, αν μη τι άλλο, ορατός.