Έρχεται η οργή των ποπολάρων στη Ζάκυνθο

Μετά από εγκληματική αδιαφορία ή ανικανότητα μηνών, οι Ζακυνθινοί ετοιμάζονται για ένα δεύτερο «ρεμπελιό των ποπολάρων», πριν θαφτεί το νησί κάτω απ’ σκουπίδια.

Είπαν «φτάνει πια» και βγήκαν στους δρόμους. Για τους ίδιους, τα παιδιά και τους γείτονές τους. Κατέβασαν ρολα και διεκδικούν το αυτονόητο οι Ζακυνθινοί που έκαναν το… ανήκουστο. Παρέμειναν στον τόπο τους και προσπαθούν να τον (ξανα)κάνουν «σπίτι» τους.

Νομίζω είναι η πρώτη φορά που γράφω για τον τόπο μου, την Ζάκυνθο, μετά την Ε’ δημοτικού όταν ο δάσκαλος μας έβαλε έκθεση με θέμα το χωριό μας. Λεγόταν Νίκος Κοντονής, ήταν «κουμμουνιστής» (όπως ψιθύριζαν οι συγχωριανοί μας), και αποδείχτηκε πρώτος λαχνός του λαχείου για όσους μαθητές πέρασαν από τα χέρια του.

Ήταν ο πατέρας του σημερινού υπουργού του ΣΥΡΙΖΑ, του Σταύρου, που αποδεικνύει πως στην κυβέρνηση της «πρώτης φοράς Αριστεράς», ρουσφέτια δεν περνάνε.

Γιατί αν περνούσαν, αποκλείεται μετά από τόσους μήνες να μην είχε βρεθεί μια λύση με το πρόβλημα των σκουπιδιών στη Ζάκυνθο που απειλεί να διαλύσει την κοινωνία και την οικονομία του νησιού.

Όχι πως είναι υπεύθυνος ο υπουργός, αλλά αν έχεις τέτοια «άκρη» και δεν μπορείς να βρεις μια λύση… καταλαβαίνεις τι μπορεί να συμβεί σε άλλα μέρη, που δεν διαθέτουν προβεβλημένους πολιτικούς που να μπορούν να κάνουν το κάτι παραπάνω για εκείνους που τους έστειλαν στη Βουλή.

Σήμερα οι Ζακυνθινοί (όχι όλοι) έβαλαν λουκέτα στα μαγαζιά τους κι έπιασαν τις ρούγες μέχρι να φτάσουν στην πλατεία Σολωμού και να φωνάξουν προς τις Αρχές πως δεν πάει άλλο.

Ήδη από τα Χριστούγεννα που ήταν η τελευταία φορά που επισκέφθηκα τα μέρη μας, κυριαρχούσε η απελπισία από τους τόνους των σκουπιδιών που είχαν κάνει κατάληψη σε δρόμους, σε ακάλυπτους χώρους, δίπλα από σχολεία, μέσα στα χωριά, στις πόλεις.

Παντού. Μόνο να φανταστεί μπορεί κανείς, αν δεν ζει εκεί, για το πόσοι περισσότεροι χώροι θάφτηκαν κάτω από τα σκουπίδια το διάστημα που μεσολάβησε.

Εκτός από το πέπλο της βρωμιάς και της δυσωδίας που καταρρακώνει το ηθικό των κατοίκων και απειλεί την υγεία τους, το τελευταίο διάστημα οι ντόπιοι έχουν να αντιμετωπίσουν και το πρόβλημα του μόλις πριν από λίγα χρόνια χτισμένου νοσοκομείου του οποίου τα χειρουργεία δεν λειτουργούν.

Η μάνα μου έσπασε το ισχίο της προχτές. Το νοσοκομείο είναι – δεν είναι χίλια μέτρα μακριά. Πήγε εκεί και το μόνο που μπόρεσε να κάνει ήταν να βγάλει μια ακτινογραφία μέσω της οποίας διαπιστώθηκε το κάταγμα. Για τα υπόλοιπα χρειάστηκε να μεταβεί με ασθενοφόρο στο Ρίο. Αν έχεις το Θεό σου.

Για ένα σπάσιμο στο Ρίο ενώ έχεις νοσοκομείο τόσο κοντά που έτσι και μιλήσεις δυνατά στο τηλέφωνο θα ενοχλήσεις τους ασθενείς…

Κι όλα αυτά έρχονται τη στιγμή που εδώ και 1-2 δεκαετίες επιχειρήθηκε από λίγους τολμηρούς μια αναστροφή της αφαίμαξης του νησιού από νέους ανθρώπους.

Μετά τον πόλεμο (όπως και το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής επαρχίας) η Ζάκυνθος είδε τα παιδιά της να την εγκαταλείπουν ψάχνοντας ευκαιρίες. Κάποιοι βρήκαν τα κότσια να επιστρέψουν μετά τις σπουδές και τις περιπέτειές τους και να φέρουν πίσω καινοτομίες, ιδέες και κυρίως νιάτα και όρεξη να μοχθήσουν για τον τόπο που τους γέννησε.

Με σκοπό να τον κάνουν καλύτερο από τη χαβούζα των «all inclusive» επισκεπτών από την κατάρα που ήρθε τη δεκαετία του ’80 σαν σωτήρας και λεγόταν τουρισμός.

Οι πατεράδες μας ξερίζωσαν τα λιόδεντρα και τα κλήματά τους και μαζί με αυτά την απίστευτη κουλτούρα και τον διαφορετικό πολιτισμό των Επτανήσων και στη θέση τους φύτεψαν ακαλαίσθητες γκαρσονιέρες.

Χάρισαν στον τελευταίο εργάτη του βορρά την ασυδοσία να ξερνάει τα βράδια στο Λαγανά, ένα μέρος που θα έπρεπε να είναι προστατευμένος βιότοπος ή έστω πρότυπος τουριστικός προορισμός και όχι σημείο αναφοράς της ανθρώπινης κατάντιας.

Και, διάολε, αυτοί οι άνθρωποι που γύρισαν πίσω (όπως ο φίλος μου ο Δημήτρης Ακτύπης -απλή συνωνυμία- που παραχώρησε τις φωτογραφίες) διεκδίκησαν το αυτονόητο. Την ελάχιστη δυνατότητα να μπορούν να μεγαλώσουν τα παιδιά τους.

Όχι να φοβούνται να τα στείλουν στο σχολείο και να πρέπει να παλεύουν με τα σκουπίδια, λες και είναι Εσκιμώοι στα χιόνια, για να φτιάξουν δρόμους μέσα από τις αυλές τους. Θα έπρεπε να έχουν ένα νοσοκομείο προσβάσιμο όταν αρρωστήσουν κι όχι να τρέχουν στο Ρίο, λες και ζουν στη δεκαετία του ’50.

Επέστρεψαν για να μην αφήσουν τον τόπο τους να μετατραπεί σε ένα απέραντο γηροκομείο και είναι υποχρεωμένοι να ζουν σε έναν ατελείωτο σκουπιδότοπο.

Ιδρώνουν και κουράζονται στις δουλειές τους, αλλά παραμένουν δυνατοί όταν πρόκειται να βάλουν πλάτη στην τεράστια προσπάθεια του Ζακυνθινού να ξαναβρεί την επαφή με τις ρίζες του που χάθηκαν κάτω από τα πακέτα Ντελόρ που χρησιμοποιήθηκαν τόσο λάθος.

Σε κάθε χωριό υπάρχει ένας πολιτιστικός όμιλος, έθιμα αναβίωσαν μετά από δεκαετίες ή και αιώνες. Καντάδες, παρλάτες, ομιλίες, πνευματικά κέντρα, καρναβάλια, θεατρικές ομάδες, παραστάσεις, χορός, αρέκιες, πολιτισμός… Ζωή, όπως την ήθελαν.

Ζωή όπως αξίζει να τη ζεις. Με πόνο κι ενδιαφέρον για τη γη και την ιστορία σου. Αυτή που απειλείται να θαφτεί κάτω από τα σκουπίδια…

Και τώρα κάποιοι ίσως να τρέξουν την κατάσταση, επειδή πλησιάζει ο… τουρισμός… Ξέρετε κάτι;

Να πάει να γαμ… εί κι ο τουρισμός και τα καλά που είδαμε όταν του «πουλήσαμε» το παρελθόν και το παρόν μας μας. Μόνο ρεμπελιό ρε ποπολάροι μπας και σώσουμε το μέλλον μας…

Οι φωτογραφίες είναι ευγενική παραχώρηση από το πρακτορείο του Δημήτρη Ακτύπη που είναι ένας απο εκείνους που αγωνίζονται κάθε μέρα.