Πολλοί θεωρούν την νευρική ανορεξία ένα φαινόμενο της εποχής. Μία από εκείνες τις ασθένειες που για χρόνια έμπαιναν σε εισαγωγικά. Δεν θεωρούνταν δηλαδή κανονικές, αλλά αποτέλεσμα κάποιου καπρίτσιου που σχετίζεται με τον σύγχρονο τρόπο ζωής και όλα αυτό που εμείς οι αδαείς χαρακτηρίζουμε με κάποια καχυποψία «τα ψυχολογικά τους».
Ωστόσο οι πρώτες υποψίες, η πρώτη ανίχνευση της νόσου πηγαίνει καμιά 300αριά χρόνια πίσω. Και –φυσικά- σχετίζονται με τα πρότυπα εκείνης της εποχής. Ήταν τα «κορίτσια που νηστεύουν», τα οποία απέδιδαν την κατάσταση αφαγίας τους στην προσήλωσή τους στον Θεό. Η εικόνα τους προκαλούσε σεβασμό κι έτσι κέρδιζαν την κοινωνική αποδοχή. Αυτό που θέλουμε όλοι. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες, πολλές από εκείνες τις περιπτώσεις ξεκίνησαν από κάποια θρησκευτική νηστεία, που στην πορεία μεταλλάχθηκε σε οικειοθελή λιμοκτονία. Μια «αναγκαία» και «απαραίτητη» θυσία στο βωμό του δικού τους προτύπου τελειότητας.
Στο πέρασμα του χρόνου εκείνο που μεταβλήθηκε είναι το πρότυπο, ο στόχος. Και θεϊκό είναι πλέον το ποθητό.
Είναι βέβαιο πως ο χαμός της Νανάς Καραγιάννη προκάλεσε θλίψη σε όλους. Και τα δάκρυα που χύθηκαν γι΄ αυτήν ήταν υπαρκτά, κανονικά και μια γνήσια έκφραση συμπάθειας για όσα πέρασε μέχρι να νικηθεί οριστικά από τον εαυτό της. Δεν θα μπορούσαν όμως παρά να είναι μόνο σταγόνες που σύντομα θα χαθούν στον ωκεανό των σύγχρονων προτύπων θηλυκότητας. Στα πάνελ και τα μεσημεριανάδικα ο πόνος αναγκαστικά θα στριμωχτεί μεταξύ του χορηγού-προϊόντος ομορφιάς και του διαφημιστικού διαλείμματος. Όπου -λόγω εποχής- κυριαρχούν οι λιγότερο ή περισσότερο μαγικοί τρόποι για να απαλλαχθούμε από τα περιττά κιλά. Ίσως, μάλιστα, η πάσα για το μπρέικ να συνοδευτεί από την προτροπή μιας αλλοιωμένης από τις πλαστικές γυναίκας προς τα νεαρά κορίτσια «να αγαπήσουν τον εαυτό τους όπως είναι».
Πριν κατηγορήσουμε τους πανελίστες και τους παρουσιαστές για υποκρισία, καλό είναι να σκεφτούμε πως κι εμείς οι «ανώνυμοι» θα κλάψουμε. Όλοι θα συγκινηθούμε, αλλά οι περισσότεροι στην πρώτη ευκαιρία θα πούμε από μέσα μας ή ακόμη χειρότερα φόρα-παρτίδα, «πού πας μωρή φακλάνα».
Τα αίτια εκδήλωσης νευρικής ανορεξίας διαφέρουν.
Καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα που ξεκινά από γενετικούς και βιολογικούς παράγοντες και καταλήγει στο ψυχολογικό ή ψυχιατρικό κομμάτι που αφορά την αποδοχή του εαυτού μας. Όταν αυτό δεν είναι εφικτό, στρεφόμαστε εναντίον του. Και κάπου εδώ μπαίνουν οι όροι τους οποίους αδυνατούμε να κατανοήσουμε στην πλήρη έκτασή τους. Ναρκισσισμός, κατάθλιψη, ιδεοψυχαναγκασμοί, διαταραχές προσωπικότητας κι ένα σωρό άλλες καταστάσεις. Ιδανικό λίπασμα στο «χωράφι» που σπέρνουν οι μοντέρνες συνήθειες και η δύναμη της εικόνας.
Ίσως εκεί βρίσκεται και η απάντηση στο γιατί η νευρική ανορεξία ή παρόμοιες διαταραχές χτυπούν κυρίως γυναίκς, σε ποσοστό δεκαπλάσιο των ανδρών. Το 40% των περιπτώσεων αφορά κορίτσια από 15 μέχρι 19 ετών. Εκείνη την πληθυσμιακή ομάδα, δηλαδή, που ψάχνει περισσότερο από κάθε άλλη την αποδοχή. Μια ασθένεια πιο διαδεδομένη σε μεσαία και ανώτερα στρώματα και τις αναπτυγμένες χώρες. Εκεί που το μήνυμα είναι σαφές: Γίνε σαν αυτήν που βλέπεις.
Η περίπτωση της Νανάς Καραγιάννη δεν είναι η μόνη. Είναι απλά μία από τις αμέτρητες μάχες που δίνουν καθημερινά οι άνθρωποι με τον καθρέφτη τους. Η προσπάθεια να ξεφορτωθείς όσα μοιάζουν να ενοχλούν όλους τους άλλους και βάζουν εμπόδια στην κοινωνικοποίηση και την ολοκλήρωσή σου. Λογικά θα είναι αδιανόητος ο αριθμός των ανθρώπων που αυτή τη στιγμή μετρούν με προσήλωση τις θερμίδες του βραδινού τους, όχι όμως για λόγους υγείας. Το αποφεύγουν τελείως ή ακόμη κι αν το έφαγαν, προσπαθούν να το βγάλουν από μέσα τους, κάνοντας εμετό στην τουαλέτα του σπιτιού τους.
Όσο και να μην θέλουμε να το παραδεχτούμε, παραμένουμε εγκλωβισμένοι στις επιταγές του περιβάλλοντός μας.
Δέκτες διφορούμενων ή και διπλών αντικρουόμενων μηνυμάτων που μας στέλνουν οι πομποί που στρατηγικά έχουν τοποθετηθεί γύρω μας και διαφεντεύουν τις ζωές μας. Συμπεριφερόμαστε σαν να έχουμε μονίμως μια ενοχλητική καμπούρα στην πλάτη μας. Και η ανάγκη να απαλλαχτούμε από αυτήν μετατρέπεται στον μόνιμο συνοδοιπόρο μας σε ένα περίεργο ταξίδι ομοιομορφίας και στρεβλής αντίληψης του φυσιολογικού και της κανονικότητας. Ειδικά οι γυναίκες, που διαρκώς ταΐζουν τη βουλιμική κι αχόρταγη «βιομηχανία ομορφιάς» που επιμένει να τις θέλει ακριβώς αντίθετες από εκείνη. Πεινασμένες, ένοχες και με τον φόβο της απόρριψης και του αποκλεισμού.
Το να μιλήσουμε για την Νανά, της οποίας ο άδικος θάνατος μπορεί να γίνει ένα μάθημα σε όλους, είναι ο εύκολος δρόμος. Όλοι θα περπατήσουμε για λίγο σ’ εκείνο το μονοπάτι. Μέχρι το επόμενο trend που θα κάνει την εμφάνισή του και θα συντρίψει την διαφορετικότητά μας. Οι συμβουλές και οι νουθεσίες δεν είναι τίποτα παραπάνω από κοινά κλισέ. Πώς να ζητήσουμε -και να επιμείνουμε εμμονικά σ’ αυτό- από ένα άτομο να συμβιβαστεί με την εικόνα του στον καθρέφτη, όταν εμείς οι ίδιοι με τις επικρίσεις και τα σχόλιά μας αποτελούμε την πηγή σχεδόν κάθε παραμόρφωσης που φτάνει στα μάτια του;