Bang bang, my teacher shot me down

Λίγες μέρες μετά το μακελειό στη Φλόριντα, ο Τραμπ πρότεινε να δωθούν όπλα στους εκπαιδευτικούς μπας και σταματήσουν οι σφαγές στα σχολεία. Πονάει πόδι, κάνει λοβοτομή δηλαδή.

Στις 14 Φεβρουαρίου συνέβη το δεύτερο πιο πολύνεκρο μακελειό σε σχολείο στην αμερικανική ιστορία με 17 νεκρούς, μαθητές και εκπαιδευτικούς.

Ένα ακόμα από τα πολλά που έχουν συμβεί στις ΗΠΑ τις τελευταίες δεκαετίες. Δεν είναι η μόνη χώρα στην οποία απαντώνται, είναι όμως σίγουρα αυτή στην οποία συμβαίνουν συχνότερα. Αν η βία είναι -καθώς λένε- η μαμή της ιστορίας, η Αμερική αποδεικνύεται εσχάτως η πιο φιλόξενη μήτρα.

Η φρενίτιδα της οπλοκατοχής στις ΗΠΑ είναι μια ιστορία τόσο παλιά όσο και το ίδιο το Σύνταγμά τους, καθώς η δεύτερη τροπολογία του αναφέρει ρητώς το δικαίωμα των Αμερικανών να οπλοφορούν.

Ακόμα, όμως, κι αν ξέρουμε που ακριβώς βρίσκονται (χρονικά) οι ρίζες του προβλήματος, είναι αδύνατον για έναν μη Αμερικανό να κατανοήσει πως γίνεται σε ορισμένες πολιτείες να μπορεί ένας 18χρονος να αγοράσει καραμπίνα ενώ την ίδια στιγμή δεν μπορεί να αγοράσει μπύρα με αλκοόλ.

Παρότι τον τελευταίο καιρό κομμάτι της αμερικανικής κοινής γνώμης, προφανώς σοκαρισμένο και αηδιασμένο κι αυτό από τη συχνότητα με την οποία ξεσπάει η βία (όχι μόνο στα σχολεία, αλλά) παντού στην κοινωνία, τάσσεται σαφώς κατά του περιορισμού της οπλοκατοχής, η Αμερικανική Γερουσία σταθερά επιλέγει να μην ακουμπάει το θέμα, ούτε καν για συζήτηση.

Οι δε Αμερικανοί πρόεδροι αποδεικνύονται εδώ και χρόνια δέσμιοι (πειθήνια όργανα, ίσως) των μεγάλων εταιριών κατασκευής όπλων, οι οποίες έχουν επιβάλλει στην πολιτική εξουσία τη λογική ότι η μπίζνα αυτή είναι πολύ μεγάλη για να σταματήσει επειδή 17, 58, 234, 876 άνθρωποι σκοτώνονται κάθε μέρα, κάθε χρόνο, επειδή πολύς (σαλεμένος) λαός κυκλοφορεί ελεύθερος με το δάκτυλο στη σκανδάλη.

Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν έχει τέτοια θέματα. Και ταγμένος ανοικτά υπέρ της οπλοκατοχής είναι και ό,τι του κατέβει λέει εδώ και χρόνια, αδιαφορώντας για τις συνέπειες.

Πέρα από «τσάι και συμπάθεια», ο νυν αμερικανός πρόεδρος δεν δείχνει διατεθειμένος να κάνει και πολλά πράγματα, πλην μιας γενικόλογης αναφοράς περί επανεξέτασης των ορίων ηλικίας για όσους κατέχουν όπλα και μιας ξεδοντιασμένης αποστροφής για το πόσο κρίμα είναι που κέντρα ψυχικής υγείας, τα οποία θα μπορούσαν να βοηθήσουν διαταραγμένους ανθρώπους, έχουν κλείσει.

Κι όμως, αυτή τη φορά ο πρόεδρος ξεπέρασε τον εαυτό του. Αφού συμφώνησε ότι στα σχολεία πλέον πρέπει να υπάρχουν ιδιωτικοί φρουροί, επανέφερε στο τραπέζι μια πρόταση που είχε εισηγηθεί παλιότερη η NRA, η ισχυρότερη οργάνωση υπέρ της οπλοκατοχής στις ΗΠΑ, η οποία λίγο-πολύ λέει να δωθούν όπλα και στους καθηγητές των σχολείων, με τη λογική ότι ένας καλά εκπαιδευμένος καθηγητής μπορεί να αποτρέψει μια ενδεχόμενη επίθεση. Κι άλλα όπλα δηλαδή. Αφήστε το προφανές παράλογο της υπόθεσης.

Όχι λιγότερα όπλα, αλλά περισσότερα. Αυτό πρότεινε ο ανώτατος πολιτειακός παράγοντας της χώρας ως λύση και τα γιαούρτια παραμένουν ακόμα μέσα στους κεσέδες τους.

Δεν ευθύνεται μόνο η απόλυτη επικράτηση του καπιταλισμού για τον θανατηφόρο αυτό σουρεαλισμό που ζούνε. Ούτε η ηθική εξαχρείωση της εποχής τόσο, όσο ότι οι νόμοι έχουν πασιφανώς αποτύχει, σε μια χώρα που είναι προφανές πως η ελάχιστη ιστορική και πολιτισμική διαδρομή που έχει διανύσει δεν της επιτρέπει -μέχρι τώρα τουλάχιστον- να αναγνωρίσει το (ύψιστο και) αυτονόητο δικαίωμα του ανθρώπου να ζήσει.