Το «Μακελειό» κυκλοφόρησε πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 2015. Έχοντας εξαρχής σαφή εμπορικό προσανατολισμό, σύμφωνο με τον εκρηκτικό χαρακτήρα του εκδότη της, η εφημερίδα ξεκίνησε την πορεία της στα περίπτερα με μερικές κίτρινες στάμπες.
Στην πορεία η κιτρινίλα επεκτάθηκε, χτύπησε ποσοστά αποτελεσμάτων εκλογών με έναν μόνο υποψήφιο, αλλά δεν σταμάτησε εκεί.
Βλέποντας (ο εκδότης) ότι η «Ελεύθερη Ώρα» και 3000 φύλλα ημερησίως πουλάει απευθυνόμενη σ’ ένα συγκεκριμένο, ειδικής πνευματικής ιδιοσυγκρασίας ας το πούμε, κοινό, και ότι ουδείς ασχολείται με το να την ψέξει για το -τουλάχιστον μελλοντολαγνικό και απομακρυσμένο από την ζώσα πραγματικότητα- περιεχόμενό της, αποφάσισε να απασφαλίσει. Αποφάσισε να καταδυθεί έτι περαιτέρω στα ταπεινότερα των ενστίκτων του αναγνωστικού κοινού και να τα τσιγκλίσει.
Με ποιο τρόπο; Trial and error, πώς αλλιώς; Μπορώ να βρίσω πρωτοσέλιδα τον πρωθυπουργό και την επομένη να κυκλοφορώ σαν να μην έχει συμβεί τίποτα; Μπορώ.
Μπορώ να πω «Φουμάρεις χασίς κύριε Τσίπρα; Γιατί σκοτώνεις τα παιδιά μας;», μπορώ να εμφανίσω τον Καμμένο με ζαρτιέρες, μπορώ να πω ότι «τα καπιταλιστικά κτήνη του Στάλιν κουβάλησαν τους φονιάδες στη χώρα», μπορώ να ισχυριστώ ότι ο Φώτης Κουβέλης είναι μπλεγμένος με τη «17Ν», μπορώ να ζητήσω δημοσίως «μια σφαίρα στο κεφάλι για τους Ιούδες των Ιμίων», μπορώ να γράφω στην πρώτη σελίδα λέξεις όπως «μασόνοι», «τσούλες», «κοπρίτες», «γύφτοι», «αγαμία», «χίτες», «πανωκαβαλίκια», «σκοινί και σαπούνι»; Απ’ ότι φαίνεται, μπορώ.
Κατανοώ, και εν μέρει συμμερίζομαι, το κωμικό του πράγματος. Καταλαβαίνω γιατί κάποιος θα ποστάρει στο FB πρωτοσέλιδο του «Μακελειού» με λεζάντα «ζούμε στην καλύτερη χώρα του κόσμου».
Μετά όμως βλέπω ότι υπάρχουν 6000 συμπολίτες μας που δίνουν λεφτά καθημερινά για να αγοράσουν την εφημερίδα και το σκέφτομαι. Βλέπω επίσης την σοσιαλμιντιακή απήχησή της να είναι πολλαπλάσια της κυκλοφορίας της και το ξανασκέφτομαι. Υπάρχει κοινό για τα πάντα, θα πείτε. Σίγουρα. Γνωρίζετε, ωστόσο, και τη δύναμη του «πες, πες, στο τέλος κάτι θα μείνει».
Και γιατί, ενώ τον έχουν συλλάβει παλιότερα, δεν τον έχουν πάει μέσα για συκοφαντική δυσφήμιση; θα αναρωτιέστε. Ίσως γιατί τον θεωρούν «λίγο», «ασήμαντο» ή γιατί δεν θέλουν να του δώσουν αξία, είναι η εύκολη εξήγηση.
Ίσως γιατί θεωρούν ότι πολύ σοβαρότερα θέματα να ασχοληθούν, από μία δικαστική διαμάχη με τον «τρελό του χωριού». Μόνο που εδώ το δηλητήριο είναι καθημερινό. Λίγο, αλλά καθημερινό. Και σε καιρούς ηθικής κατάρρευσης όπως αυτοί, οι δυνητικοί Μιθριδάτιδες πολύ περισσότεροι απ’ όσους φανταζόμαστε.
Η αρχή της πολυφωνίας είναι πάντα σεβαστή, σεβαστό όμως οφείλει να είναι και το όριο που χωρίζει την κριτική από την άκρατη και επαναλαμβανόμενη χυδαιότητα. Στην περίπτωσή μας έχει ξεπεραστεί προ πολλού.
Είναι τόσο και τέτοιο το μέσα μας μακελειό που ουδείς έχει τη διάθεση ή τη δύναμη να ασχοληθεί με κάτι που μοιάζει σταγόνα στον ωκεανό των προβλημάτων μας, αλλά είναι ένα καθημερινό, ενοχλητικό για το μυαλό και το μάτι αγκάθι.
Εδώ άλλωστε δεν πρόκειται για απλό «άρτο και θεάματα για το πόπολο», πρόκειται για έναν μικρό σε μέγεθος αλλά ανεξέλεγκτο έντυπο Φρανκενστάιν, που εδώ και καιρό το έχει σκάσει από το εργαστήριο.