«Οι ΗΠΑ θα είναι πάντα ένας μεγάλος φίλος του Ισραήλ και ένας συνέταιρος στον αγώνα για ελευθερία και ειρήνη» δήλωσε ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ με αφορμή τα εγκαίνια της αμερικανικής πρεσβείας στην Ιερουσαλήμ. Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι το πρώτο σκέλος της δήλωσής του είναι απολύτως ακριβές. Όσο για το δεύτερο, αυτό το περί «ελευθερίας και ειρήνης» είναι τόσο υποκριτικό όσο μαρτυρούν οι δεκάδες νεκροί Παλαιστίνιοι ΜΟΝΟ την μέρα της ανακοίνωσης.
Μια ιστορία υποκρισίας
Η υποκρισία αποτέλεσε το τελευταίο καταφύγιο της Δύσης όταν τα ανθρώπινα δικαιώματα σταμάτησαν να είναι ζητούμενο, αλλά θεσμοθετήθηκαν δια των νόμων και ενσωματώθηκαν στα συντάγματα και το δίκαιο των ανεπτυγμένων κρατών. Την ίδια ώρα που οι πολίτες του δυτικού κόσμου αποκτούσαν καλύτερη μοίρα και μεγαλύτερο σεβασμό, κάποιοι άλλοι κάπου αλλού παρέμεναν σε στάτους υπανθρώπου. Ακόμη και κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, ακόμη και οι πιο προοδευτικές και φιλελεύθερες κοινωνίες, όπως η αγγλική ή γαλλική, έκλειναν επιλεκτικά τα μάτια σε όσα οι κυβερνώντες τους επιφύλασσαν στους υποτελείς τους στην Καλκούτα, το Δελχί, το Αλγέρι, την Κινσάσα.
Ένα κομμάτι της ιστορίας γράφτηκε από το αίμα διαδηλωτών που διεκδικούσαν καλύτερη ζωή στις ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις. Ένα άλλο, όμως, από εκείνο το πρακτικά αόρατο όσων βασανίζονταν δίχως έλεος και τιμή στις αποικίες των Ευρωπαίων.
Επιλεκτική ευαισθησία
Σήμερα που σκλάβοι και αποικίες δεν υπάρχουν (τουλάχιστον στα χαρτιά) η υποκρισία έχει ταυτιστεί με την επιλεκτική ευαισθησία της Δύσης απέναντι σε εκείνους που επιλέγουν να λειτουργούν με τακτικές μεσαίωνα. Ένας δημόσιος λιθοβολισμός στην Καμπούλ την περίοδο των Ταλιμπάν προκαλεί υστερία. Αντίθετα, όταν η ίδια ποινή επιβάλλεται από τη Σαουδική Αραβία σε μια γυναίκα για το… θανάσιμο αμάρτημα της… μοιχείας (που μπορεί να είναι και ένας ωμός βιασμός), το θέμα προσεγγίζεται με όρους διπλωματίας. Το «δεν εμπλεκόμαστε σε εσωτερικές υποθέσεις άλλων κρατών» ήταν πάντα ένας κομψός τρόπος για να δικαιολογήσεις και να δικαιολογηθείς.
Ο καθένας έχει το δικαίωμα να επιλέγει τους συμμάχους του. Και στη συνέχεια να τους προστατεύει, εξωραΐζοντας την εικόνα τους ακόμη κι όταν αυτή έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τα ιδεώδη και τις αρχές του Διαφωτισμού πάνω στις οποίες θεμελιώθηκε ο σύγχρονος κόσμος.
Η περίπτωση του Ισραήλ
Η απόφαση του Ντόναλντ Τραμπ να μεταφέρει την έδρα της πρεσβείας των ΗΠΑ από το Τελ Αβίβ στην Ιερουσαλήμ είναι πρακτικά πολύ πιο σημαντική και από τον συμβολισμό της, ο οποίος επίσης έχει τεράστια σημασία. Τα Ιεροσόλυμα κατέχουν ξεχωριστή θέση στη σημειολογία και την αφήγηση των τριών μεγαλύτερων μονοθεϊστικών θρησκειών στον πλανήτη. Για Ιουδαίους, Χριστιανούς και Μουσουλμάνους αποτελεί μια ιερή πόλη κι ένα διηνεκές «μήλο έριδας» εξαιτίας αυτής ακριβώς της «ιερότητάς» της. Ακόμη και η απόφαση των Ηνωμένων Εθνών, υπό τις ευλογίες του οποίου δημιουργήθηκε το Κράτος του Ισραήλ, σεβάστηκε αυτή την ξεχωριστή θέση και ιδιαιτερότητά της. Το 1948, λοιπόν, το Ισραήλ κατέλαβε το δυτικό μέρος της πόλης και το έκανε κομμάτι της νεότευκτης χώρας του.
Σχεδόν 20 χρόνια αργότερα ξεκίνησε ουσιαστικά η μακρά σειρά ενεργειών που το Ισραήλ αιτιολογεί ως αντίδραση στην επιθυμία των γειτονικών χωρών να το σβήσουν από τον χάρτη. Η αρχή έγινε με τον πόλεμο του 1967 απέναντι σε Συρία, Ιορδανία και Αίγυπτο κατά τη διάρκεια του οποίου και το ανατολικό κομμάτι της πόλης πέρασε στα χέρια του. Κατά παράβαση των κανόνων διεθνούς δικαίου.
Μια μικρή αντιστοίχιση
Το Ισραήλ, όπως και κάθε άλλη χώρα, έχει το δικαίωμα να προστατεύεται από έναν ή περισσότερους επιθετικούς γείτονες. Ακόμη και σε αυτό, όμως, υπάρχουν όρια τα οποία δεν έχουν ποδοπατηθεί πουθενά περισσότερο από αυτό το μικρό κομμάτι γης. Στην πραγματικότητα για την Ανατολική Ιερουσαλήμ ο ισραηλινός στρατός είναι κατοχικός, με την ίδια έννοια που το ίδιο συμβαίνει με τον τουρκικό στο βόρειο τμήμα της Λευκωσίας και κατ’ επέκταση της Κύπρου. Όπως άλλωστε συμβαίνει κι εκεί, τα Ηνωμένα Έθνη κατ’ επανάληψη με ψηφίσματά τους έχουν καταδικάσει αυτή την ενέργεια, ιδιαίτερα μετά τον περίφημο «Jerusalem Law» του 1980, όταν επίσημα και κυνικά το Ισραήλ έγραψε εκεί που δεν πιάνει μελάνι τα Ηνωμένα Έθνη (σε απόφαση των οποίων οφείλει την ύπαρξή του) ανακηρύσσοντας τα Ιεροσόλυμα ως πρωτεύουσα της χώρας.
Η ντε φάκτο προσάρτηση του συνόλου της πόλης ακολουθήθηκε από την επισημοποίησή της, αλλά δεν έτυχε αναγνώρισης από τον υπόλοιπο κόσμο. Όπως ακριβώς συνέβη και με το «ψευδοκράτος της Βόρειας Κύπρου», έτσι και «μία, ενιαία και αδιαίρετη ισραηλινή Ιερουσαλήμ» δεν υπάρχει. Γι΄ αυτό και δεν θα βρεις πρεσβείες άλλων κρατών εκεί. Με εξαίρεση της Ρωσίας, η οποία όμως ξεκαθαρίζει ότι αναγνωρίζει μόνο το δυτικό τμήμα και τονίζοντας ότι το ανατολικό είναι η «πρωτεύουσα του μελλοντικού κράτους της Παλαιστίνης».
Η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση
Επιλέγοντας το Ισραήλ ως στρατηγικό σύμμαχο στην περιοχή, η Δύση χρειάστηκε πολλές φορές να κάνει τα στραβά μάτια απέναντι στις αυθαιρεσίες του «αφεντικού» της Μέσης Ανατολής. Το βούλωσε και το βουλώνει για το διαρκές έγκλημα που συντελείται στη Λωρίδα της Γάζας. Εκεί όπου τη διαφορά μεταξύ ζωής και θανάτου την κάνουν τα κέφια των Ισραηλινών και το κατά πόσο θα έχουν διάθεση να επιτρέψουν στους ζωντανούς-νεκρούς που μένουν εκεί να έχουν πρόσβαση σε βασικά αγαθά, όπως το νερό ή τα φάρμακα.
Αντίστοιχα, μάτια ερμητικά κλειστά «κοιτάζουν» αλλά δεν βλέπουν τον εποικισμό της Δυτικής Όχθης. Εκεί που αλλάζει καθημερινά η ανθρωπογεωγραφία μιας περιοχής βίαια και συντεταγμένα, με κρατικές αποφάσεις και ισχυρή στρατιωτική παρουσία. Και φυσικά για το Ισραήλ, όλο αυτό εντάσσεται στην… άμυνά του κόντρα στους εχθρούς του. Το δόγμα «καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση» δεν βρήκε ποτέ καλύτερη εφαρμογή στην Ιστορία της ανθρωπότητας. Επιπλέον, οι πάνω από 400.000 Παλαιστίνιοι που ζουν ακόμη στα Ιεροσόλυμα δεν διαθέτουν υπηκοότητα… Μένουν στη γη που γεννήθηκαν, στη γη των προγόνων τους, στη γη τους, με άδεια παραμονής. Φυσικά, ανά πάσα στιγμή, για οποιοδήποτε λόγο, αυτό το… «δικαίωμα» μπορεί να τους αφαιρεθεί. Την ίδια ώρα οποιοσδήποτε Εβραίος από οποιοδήποτε σημείο του πλανήτη μπορεί οποιαδήποτε στιγμή θέλει, να επιστρέψει στο Ισραήλ και να πάρει υπηκοότητα, χωρίς να έχει τον παραμικρό δεσμό με αυτά τα χώματα.
Ο Τραμπ και τα παλιά του τα παπούτσια
Θα μπορούσε κανείς να πει πως είναι εύκολο να κατακρίνει κανείς τις ενέργειες ενός κράτους όταν δεν ξέρει τι θα πει φόβος από το υποτιθέμενο πυρηνικό οπλοστάσιο του Ιράν ή τις ενέργειες της Χαμάς. Αυτή είναι μια θέση που ίσως δεν αρκεί για να αιτιολογήσει τα πάντα -και ιδιαίτερα το θάνατο μικρών παιδιών από ελεύθερους σκοπευτές- αλλά προσφέρει ένα κάποιο άλλοθι. Για κάποιους ισχυρό κι ακλόνητο, για άλλους σαθρό και υποκριτικό. Μια κυνική, σε βαθμό χυδαιότητας, κάλυψη για την υλοποίηση ενός σχεδίου στο οποίο Παλαιστίνιοι δεν υπάρχουν. Στη μάχη μεταξύ δύο πλευρών υπέρτατη και απόλυτη αλήθεια δεν υπάρχει.
Η περίπτωση, όμως, της πρεσβείας των ΗΠΑ στην Ιερουσαλήμ δεν είναι ούτε θέμα ερμηνείας ούτε οπτικής. Δεν σχετίζεται με το αν κάποιος βλέπει με συμπάθεια και κατανόηση τον αγώνα του Ισραήλ για επιβίωση σε ένα εχθρικό περιβάλλον ή εκείνη των Παλαιστινίων να αποκτήσουν πατρίδα. Πρόκειται για μια κίνηση που καταπατά κάθε έννοια διεθνούς δικαίου, έτσι όπως αυτές εκφράζονται από τον ΟΗΕ. Ουσιαστικά ο Τραμπ με αυτή την κίνηση δεν επιλέγει στρατόπεδο (άλλωστε οι ΗΠΑ ποτέ δεν έκρυψαν την προτίμησή τους) αλλά συνομολογεί ότι η διεθνής κοινότητα και οι κανόνες της δεν έχουν την παραμικρή σημασία. Φυσικά δεν είναι η πρώτη φορά που οι Αμερικανοί (ή οι Ισραηλινοί) στην προκειμένη περίπτωση συμπεριφέρονται έτσι. Το να βγαίνει όμως ένας πολιτικός και να χαρακτηρίζει «καταπληκτική» τη μέρα που μετατρέπονται σε κουρελόχαρτο τα ψηφίσματα του ΟΗΕ, είναι πρόκληση.
Ακόμη χειρότερα, το να συμβαίνει αυτό τη μέρα που δεκάδες άνθρωποι σκοτώνονται… εκεί γύρω συνιστά τραγωδία. Την τραγωδία του δυτικού πολιτισμού και της επιλεκτικής ευαισθησίας του.