Η Σκάρλετ Γιόχανσον υπέκυψε στο εξωφρενικό με την αποχώρησή της

Η Σκάρλετ Γιόχανσον υπέκυψε στο εξωφρενικό με την αποχώρησή της

Μια νέα απολυτότητα εγκαθιδρύθηκε.

Αν περιμένεις ότι είναι ένας ακόμα από τους τίτλους που λένε κάτι αόριστο με σκοπό να ψαρώσεις και να διαβάσεις το απόλυτο τίποτα, κακώς περιμένεις. Δεν πρόκειται για κανενός είδους κοροϊδία ή παραπλάνηση. Η Σκάρλετ Γιόχανσον υπάκουσε όντως στις επιταγές του εξωφρενικού, εισάκουσε τη συμβουλή των μάνατζερ της και αποσύρθηκε από έναν ρόλο που ίσως δεν θα έπρεπε να αναλάβει, αλλά όχι για τον ίδιο λόγο που παραχώρησε τη θέση της. Αλλά γιατί ήταν βέβαιο πως θα συμβεί ο ορυμαγδός κατηγοριών προς το πρόσωπο της. Τη μοναδική που δεν έφταιγε σε όλο αυτό που δημιουργήθηκε γύρω από την ταινία Rub n Tug.

Πρόκειται για μια ταινία που θα καταπιανόταν με τη μορφή μιας πλέον θρυλικής μορφής της αμερικανικής underground κουλτούρας. Η Τζιν-Μέρι Γκιλ γεννήθηκε γυναίκα. Ξεκίνησε να δουλεύει στα λεγόμενα massage parlors του Πίτσμπεργκ. Εκεί αποφάσισε ότι το φύλο της δεν την γέμιζε ή δεν την όριζε όπως θα ήθελε. Γι΄αυτό έγινε άντρας και μετονομάστηκε σε Ντάντε Τεξ Γκιλ.

Μιλάμε ουσιαστικά για έναν trans ρόλο. Και τι πιο φυσιολογικό από το να δοκιμαστούν trans ηθοποιοί για να υποδυθούν τον Ντάντε…; Αυτό το προφανές δεν είναι και τόσο προφανές για τις παραγωγές του Χόλιγουντ που ήθελαν να πάνε σε στρέιτ μονοπάτια και επέλεξαν την Σκάρλετ Γιόχανσον.

Η Σκάρλετ αποδέχτηκε την πρόταση και ετοιμαζόταν για έναν ρόλο που θα αποτελούσε για εκείνη μεγάλη πρόκληση. Πριν αλέκτωρ λαλήσαι όμως πήρε μπρος η μηχανή του απολυταρχισμού του Twitter και κάθε αντίστοιχου σόσιαλ μίντια. Πλήθος ανθρώπων, κυρίως της trans κοινότητας, κατηγόρησαν την ηθοποιό. Εμμέσως πλην σαφώς της «φόρτωσαν» διάθεση να «κλέψει» μια ευκαιρία από έναν πραγματικό trans άνθρωπο.

Η απάντηση της έριξε κι άλλο λάδι στη φωτιά. Η αναφορά της σε τρεις άλλους ηθοποιούς που έχουν κάνει κάτι αντίστοιχο, τον Τζέφρι Τάμπορ, τον Τζάρεντ Λέτο και την Φελίσιτι Χάφμαν, ξεσήκωσε ακόμα περισσότερο, ιδίως γιατί ο Τάμπορ κατηγορήθηκε προσφάτως για σεξουαλική παρενόχληση trans ανθρώπων.

Ήταν όντως μια άστοχη απάντηση. Όχι γιατί υπήρχε άδικο, αλλά γιατί έδινε την ευκαιρία στους δημόσιους κατήγορους να βρουν πάτημα να ξεφύγουν από την ουσία, να αποπροσανατολίσουν. Γιατί η Σκάρλετ Γιόχανσον είχε δίκιο. Δεν ακούστηκε τίποτα στις 3 περιπτώσεις που αναφέρθηκαν. Δεν ακούστηκε τίποτα για τον Έντι Ρεντμέιν όταν έκανε το Danish Girl.

Το εύλογο ερώτημα είναι γιατί δεν υπήρξαν αντίστοιχες αντιδράσεις σε προηγούμενες περιπτώσεις. Το κοινό ασφαλώς και δεν έχει άχτι την Σκάρλετ. Κι ας είχε ακούσει τα εξ αμάξης για το ρόλο της στο Ghost in a Shell. Η απάντηση προκύπτει από το κοινωνικό κάλυμμα της εποχής μας.

Όταν ο Τάμπορ, ο Λέτο και ο Ρεντμέιν έκαναν αυτούς τους ρόλους είχαμε 2013, 2014 και 2015 αντίστοιχα. Τρία χρόνια πίσω. Μοιάζουν λίγα, αλλά για τους αυτόκλητους δικαστές είναι μεγάλο διάστημα. Κι αυτό γιατί το 2013 δεν υπήρχε αυτή η αδηφαγία της κοινής γνώμης για θύματα. Το 2018 υπάρχει και ψάχνει ευκαιρία ακόμα και στο ανύπαρκτο.

Γιατί ανύπαρκτο είναι αυτό που συνέβη με την Σκάρλετ. Είναι δικό της φταίξιμο που προτιμήθηκε από trans άτομα; Όχι. Έβαλε το μαχαίρι στο λαιμό των παραγωγών; Εξ όσων είναι γνωστά, όχι. Το ανεκδιήγητο της υπόθεσης είναι πως όσοι έστειλαν στο απόσπασμα την ηθοποιό, απέκλεισαν παντελώς την πιθανότητα να αποδέχτηκε τον ρόλο γιατί είναι μια πρόκληση για εκείνη. Γιατί θα ήταν από τα πιο απαιτητικά της καριέρας της. Γιατί ίσως τη βοηθούσε να πάει τις ικανότητες της ένα βήμα παραπέρα. Όχι. Η Σκάρλετ Γιόχανσον ήθελε απλά να φάει τη θέση ενός trans ηθοποιού.

Αν δεν ασπάζεστε αυτή την άποψη, τότε είστε ρατσιστής, τρανσφοβικός και δεν ξέρω και γω τι άλλο.

Ένα επόμενο ερώτημα που προκύπτει είναι αν όλοι αυτοί που κούνησαν το δάχτυλο στην Σκάρλετ, επιθυμούν να δίνονται ρόλοι στους trans, τους γκέι, τον οποιονδήποτε, επειδή έχουν μια κάποια σεξουαλική ταυτότητα. Λες κι αυτό είναι που πρέπει να αφορά την τέχνη. Η πολιτική και η τακτική. Όχι το ταλέντο.

Εμένα πάλι, και πείτε με παράξενο, θα μου φαινόταν πιο λογικό τα trans άτομα να διαμαρτύρονται για την εκπροσώπηση τους γενικά στο Χόλιγουντ. Για τις πόρτες που ανοίγουν ή κλείνουν επειδή δεν είναι mainstream straight. Θα μου φαινόταν πιο λογικό να ζητάνε όχι trans ηθοποιούς σε trans ρόλους, αλλά trans ηθοποιούς σε straight ρόλους. Εκεί φαίνεται άλλωστε και η ικανότητα του καλλιτέχνη. Στην πρόκληση να μπει στην ψυχοσύνθεση ενός χαρακτήρα που δεν του είναι οικείες οι ενορμήσεις, η επίδραση του φύλου του στην προσωπικότητα και καθημερινότητα.

«Ποιος νοιάζεται για την άποψή σου ρε μπαγλαμά;» θα πείτε και δίκιο θα έχετε. Άλλωστε μιλάμε για το Χόλιγουντ, μιλάμε για χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά μας. Δεν υπάρχει εγγύτητα. Είναι όμως μια λογική που διαχέεται στις περισσότερες χώρες της Δύσης. Και στην Ελλάδα επίσης. Αν και η Ελλάδα, αλλά και η Ευρώπη, προσφέρουν πολλές περισσότερες ευκαιρίες για LGBT ηθοποιούς. Απλώς χρειάζεται να μην τους παρουσιάζουν μόνο ως καρικατούρες. Πρέπει να κάνουν καρικατούρες και τους στρέιτ. Σε κάθε περίπτωση, οι ρόλοι φτιάχνονται, υπάρχουν, είναι εκεί και προσφέρονται.

Στο Χόλιγουντ έχει πάψει αυτό. Και – μαντέψτε – δεν είναι πρόβλημα της Σκάρλετ Γιόχανσον. Ούτε είναι υποχρεωμένη να το αλλάξει δίνοντας αδιάκοπους αγώνες. Έχει εκφραστεί στο παρελθόν μια-δυο φορές. Η Σκάρλετ και ο κάθε ηθοποιός, όποιο σεξουαλικό προσανατολισμό κι αν έχει, πρέπει να ασχολείται μόνο με το πως θα διευρύνει το ρεπερτόριο του, τα όρια του.

Κι αυτό έκανε η Σκάρλετ. Αυτό έκανε ο Λέτο. Αυτό έκανε ο Ρεντμέιν. Η πηγή του προβλήματος δεν απαντάται εκεί. Ενυπάρχει στις βιομηχανίες παραγωγής ταινιών. Είναι το αόρατο τέρας, μια απόδοση σε κάτι αόριστο και άυλο. Στην κοινή γνώμη.

Η αποχώρηση της Σκάρλετ Γιόχανσον δεν είναι παρά μια υποταγή στον παραλογισμό. Έναν παραλογισμό που όσο δίκιο κι αν έχει – έχει κατά την άποψή μου – προσπαθεί να το επιβάλλει και όχι να το συλλογικοποιήσει για να βρει συμμάχους, άρα να δυναμώσει η μεγάλη φωνή.

Οι ίδιοι που την κόλλησαν στον τοίχο, οι ίδιοι την χαιρετίζουν. Μόνο και μόνο επειδή αποφάσισε να υποκύψει στη δική τους αντίληψη. Κι αυτό έρχεται να δείξει ότι δεν μετράει απλά το αποτέλεσμα. Μετράει και ο τρόπος. Δε ζούμε πια στην αρχαία Αθήνα, όπου μπορούσες να σκοτώσεις πολλούς για να φέρεις το καλό.

Στις μέρες μας το καλό πρέπει να έρχεται πάντοτε με καλό τρόπο. Για να μην αμφισβητηθεί ποτέ. Για να αναγνωρίσουν όλοι την αξία του. Χωρίς αντιθετικούς συνδέσμους!