Κάθε φορά που επιχειρείται μια σύγκριση μεσογειακής χώρας με κάποια χώρα της βόρειας Ευρώπης, σκέφτομαι πόσο άτοπο είναι όλο αυτό. Είναι ακριβώς σαν τη σύγκριση ενός ποδοσφαιριστή σήμερα με έναν στη δεκαετία του ’80.
Εντελώς διαφορετικές συνθήκες σε κάθε επίπεδο, εντελώς διαφορετική ιδιοσυγκρασία των ανθρώπων. Κάπως αόριστα ακούγονται αυτά. Πώς ακριβώς μεταφράζονται; Οι πυρκαγιές που έπληξαν με τόσο άσχημο τρόπο την Ελλάδα το καλοκαίρι του 2018 και λίγες εβδομάδες αργότερα με διαφορετικά άσχημο τρόπο τη Σουηδία είναι μια από τις περιπτώσεις που η σύγκριση μπορεί να σταθεί.
Πριν εξηγήσω τι εννοώ, να συμφωνήσουμε κάτι. Σε μια φωτιά, όπως κι αν ξεκινάει, υπάρχουν πράγματα που μπορείς να διασώσεις και πράγματα που δεν μπορείς. Οι άνθρωποι και τα ζώα είναι αυτά που αποτελεί εφικτό στόχο να σώσεις. Με την έννοια ότι μπορούν να μετακινηθούν και δεν είναι σαν τα δέντρα ή τα σπίτια που δεν μπορείς να τα κουβαλήσεις και να τα μεταφέρεις. Σε γενικές γραμμές, οποιαδήποτε καταστροφή προκαλείται από φωτιά είναι ίδιας σημασίας. Είτε αφορά το περιβάλλον είτε τον άνθρωπο. Αλλά αντιλαμβανόμαστε ότι το πρώτο, όσο κι αν θέλουμε, δεν είναι δυνατό να το σώσουμε εξ ολοκλήρου.
Πάμε λοιπόν να προχωρήσουμε σε αυτή την κάπως παράξενη σύγκριση ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Σουηδία. Θα πει κανείς ότι είναι εντελώς λάθος να γίνει κάτι τέτοιο. Κι όμως δεν είναι. Γιατί και οι 2 χώρες αντιμετώπισαν το ζήτημα με σχεδόν ισόποσα μειονεκτήματα εκείνο το καλοκαίρι που εμείς είχαμε πάνω από 100 νεκρούς και η Σουηδία είδε όλη τη βόρεια έκταση της να ρημάζεται από τις πυρκαγιές.
Η Ελλάδα από τη μία δεν διέθετε ένα αξιοπρεπές πλάνο, δεν είχε φροντίσει η πολιτεία να καταρτίσει τους πολίτες ώστε να έχουν μια βάση στην αντίδρασή τους που θα κρατήσει ψηλά τις ελπίδες για διάσωση, δεν είχε και τους οικονομικούς πόρους για να στηρίξει τις δυνάμεις που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν καλύτερα και πιο έγκαιρα. Ούτε τώρα μπορούμε να ισχυριστούμε πως διαθέτει οργανωμένο πλάνο για να τα κάνει αυτά.
Η Σουηδία από την άλλη είναι μια χώρα στο βορειότερο σημείο της Ευρώπης. Τα καλοκαίρια της τη βρίσκουν με θερμοκρασία 25 βαθμούς μέσο όρο. Το 2018 είδε τον υδράργυρο να πηγαίνει στο 30 και αποτελεί για εκείνη το πιο ξερό καλοκαίρι τα τελευταία 74 χρόνια. Άρα, το 95% του πληθυσμού της δεν έχει ζήσει τέτοιες θερμοκρασίες. Άρα δεν θα έχει κληθεί ξανά να αντιμετωπίσει μια τέτοια κατάσταση.
Όση εξάσκηση κι αν έχουν κάνει, 50 εστίες φωτιάς σε ολόκληρη τη χώρα δεν τις λες και άλλη μια μέρα στη δουλειά. Συν ότι τα σπίτια τους είναι κατασκευασμένα κατά μεγάλο ποσοστό από ξύλο και όχι τσιμέντο κι ασβέστη όπως τα δικά μας. Άρα είναι πιο εύφλεκτα. Κι από το 2018 τα καλοκαίρια της είναι πάντα τόσο ζεστά και θα γίνονται όλο και πιο ζεστά ελέω κλιματικής κρίσης.
Αυτό το τελευταίο δυσχεραίνει ακόμα περισσότερο την περίπτωση της Σουηδίας, κι ας έχει καλύτερο και μεγαλύτερο αριθμητικά δυναμικό στο πυροσβεστικό της σώμα. Για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τόσες εστίες, ζήτησε βοήθεια από το δυναμικό άλλων χωρών.
Στο τέλος της ημέρας, όταν πια οι πυρκαγιές είχαν τεθεί υπό έλεγχο, η Σουηδία δεν είχε ούτε ένα νεκρό σε ένα διάστημα 2 μηνών που μαινόταν η μάχη. Πώς έγινε αυτή η τεράστια απόκλιση; Ιδίως αν σκεφτούμε ότι πληθυσμιακά η Ελλάδα είναι πιο πάνω από τους Σουηδούς.
Πρώτα και κύρια είναι η μορφολογία της χώρας. Το 60% είναι δασικές εκτάσεις και το υπόλοιπο κατοικημένες περιοχές. Εξαιτίας αυτού, η χώρα βασίζει την οικονομία της εν πολλοίς στην ξυλεία. Μια ξυλεία που μέχρι το 1970 είχε πάρει μεγάλες διαστάσεις. Κάπου εκεί νομοθετήθηκαν διατάγματα που πήραν τη μορφή του νόμου του 1994 και καθόριζαν ότι, ναι μεν θα συνεχιστεί η ξυλεία, αλλά με έναν ρυθμό που δεν θα επηρεάζει αρνητικά την βιοποικιλότητα. Μπήκε δηλαδή περιορισμός σε ένα βασικό συστατικό της βιομηχανίας της. Στην Ελλάδα αυτό είναι μόνο σενάριο φαντασίας.
Ακριβώς λόγω αυτού, η κατοίκηση σε δασικές εκτάσεις και πολύ περισσότερο η περίφραξη, απαγορεύτηκε. Οι μόνοι που είχαν κι έχουν δικαίωμα να ζήσουν σε δάσος είναι όσοι απασχολούνται στην ξυλεία και πλέον στην διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος. Αυτό σημαίνει ότι δεν πρόκειται να βρεις ούτε για δείγμα σπίτι που να είναι κολλητά σε άλλο. Κι αν το πεις σε κάποιον Σουηδό, θα γελάσει μες στα μούτρα σου.
Άρα εδώ έχουμε μια ευκολία διαφυγής εφόσον η φωτιά κινείται από μια μεριά. Το γεγονός κιόλας ότι υπάρχει η ποσότητα υγρασίας που παράγει το κλίμα και ο αέρας, «επιτρέπει» στις φωτιές να μην γίνουν ανεξέλεγκτες.
Όλα αυτά αφορούν στα χαρακτηριστικά του κλίματος και του εδάφους. Κι αυτό είναι κάτι που ο άνθρωπος μπορεί να το επηρεάσει σε πολύ μικρό βαθμό.
Υπάρχει ένα ενδιάμεσο κομμάτι, που είναι αυτό της τακτικής. Όπως για παράδειγμα η επιλογή του στρατού να ρίξει βόμβα σε μια στρατιωτική βάση, όπου είχε αναπτυχθεί φωτιά. Στόχος αυτής της κίνησης ήταν η έκρηξη να τραβήξει οξυγόνο από τη φωτιά και να την αποδυναμώσει.
«Το σχέδιο δούλεψε πολύ καλά. Το GPS και η κατευθυνόμενη με λέιζερ βόμβα (μήκους τριών μέτρων και βάρους 270 κιλών) μπόρεσαν να σβήσουν τη φωτιά σε μια ακτίνα περίπου 100 μέτρων», δήλωσε ο διευθυντής επιχειρήσεων της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας της Σουηδίας.
Αυτή η κίνηση βοήθησε και σε άλλα σημεία ώστε να τεθούν υπό έλεγχο οι πυρκαγιές.
Όπως σημαντική συμβολή είχε η κίνησή τους να μαζέψουν χιόνι από τα βουνά για να το ρίξουν από αέρος στις πυρκαγιές.
Πάμε και στο κομμάτι του ανθρώπου. Αυτού δηλαδή που καλείται να σωθεί και αυτού που καλείται να σώσει. Το κράτος φροντίζει να στέλνει κάθε χρόνο μέσω των πυροσβεστών, ένα φυλλάδιο με οδηγίες για το πως θα πρέπει να δράσει ο καθένας σε μια φυσική καταστροφή. Την ίδια στιγμή, σχολεία κάνουν εκδρομές σε πυροσβεστικούς σταθμούς και φέρνουν τα παιδιά σε επαφή με το έργο των πυροσβεστών και παρακινούν τους γονείς να οργανώνουν ως οικογένεια τέτοια επίσκεψη μια φορά το 6μηνο.
Τούτο σημαίνει μια διδασκαλία στον σεβασμό προς τη φύση και στην μη παραβίαση των ορίων της. Γιατί καλύτερο από το να σώζεις μετά, είναι να προλαμβάνεις καταστάσεις ώστε να ξέρεις ότι θα σώσεις όντως μετά.
Αυτό δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι όλοι οι Σουηδοί είναι προσεκτικοί απέναντι στο περιβάλλον. Υπεύθυνος της πυροσβεστικής είπε σε ραδιόφωνο ότι οι περισσότερες φωτιές ξεκινάνε από ανθρώπινη δραστηριότητα. Είτε κάποιος ανάβει φωτιά έξω από το σπίτι του είτε προκαλεί τριβή μεταξύ εργαλείων, τα οποία σε τέτοιες θερμοκρασίες παράγουν σπίθες και καταλήγουν σε φωτιά.
Κάθε ένας όμως γνωρίζει την προσωπική του ευθύνη και ξέρει ότι η δική του σωτηρία έχει συγκεκριμένα βήματα που τα έμαθε καλά.
Αυτά είναι που μας διαφοροποιούν από τη Σουηδία. Σε επίπεδο τεχνικό και έμψυχου δυναμικού δεν υπάρχει ουσιαστική διαφορά. Δεν ακολουθούν δηλαδή άλλες τακτικές. Απλώς έχουν φροντίσει από πριν για παν ενδεχόμενο. Κάτι που όλοι συμφωνούμε ότι δεν έχει συμβεί σε καμία περίπτωση πυρκαγιών στα δικά μας μέρη. Ούτε στο Μάτι, ούτε ένα χρόνο αργότερα στη Θεσσαλία και την Εύβοια που κάηκαν μεγάλες εκτάσεις.
Μια βδομάδα μετά τον περιορισμό των πυρκαγιών το 2018, 100 Σουηδοί που είχαν οδηγηθεί σε εκκένωση, επέστρεψαν ξανά στις οικίες τους χωρίς να τους κυριεύει ο φόβος. Εμείς έχουμε 3 χρόνια μετά ακόμα πυρόπληκτους να ζουν στα θέρετρα του στρατού και να μην έχουν δημιουργηθεί οι συνθήκες για να προχωρήσουν στη ζωή τους, ενώ αρκετοί επιλέγουν να ζήσουν παρασιτικά από επιδόματα του κράτους.