Της φυλακής τα σίδερα δεν είναι γι’ αυτούς τους λεβέντες

Οι εξελίξεις με την αποφυλάκιση του Φλώρου και τη χορήγηση άδειας στον Κουφοντίνα προκάλεσαν αντιδράσεις, με πολλούς μάλιστα να μπαίνουν σε διαδικασία συμψηφισμού ή αντιπαράθεσης, λες και λειτουργούν ως αυτόκλητοι υπερασπιστές στη μία περίπτωση ή τιμωροί εκδικητές στην άλλη.

Ένας καταδικασθείς σε πολυετή κάθειρξη αποφυλακίζεται για λόγους υγείας, καθώς κρίνεται ότι η αναπηρία του ξεπερνά το 67%. Περίπου την ίδια ώρα ένας ισοβίτης λαμβάνει 48ωρη άδεια για να επισκεφτεί τους δικούς του. Θεωρητικά και οι δύο κάνουν χρήση των ευεργετικών διατάξεων που οφείλει να έχει ένα σύγχρονο σωφρονιστικό και δικαστικό σύστημα, στο οποίο θεμελιώδης πρέπει να είναι η έννοια της επανένταξης και όχι εκείνη της εκδίκησης. Εγκαταλείποντας τον κόσμο της θεωρίας και εισερχόμενοι στη σφαίρα της πραγματικότητας, διαπιστώνει κανείς ότι οι περιπτώσεις των Φλώρου και Κουφοντίνα (για τις οποίες γίνεται ο λόγος) δημιούργησαν σε διάφορα στρώματα της κοινωνίας ένα «μούδιασμα» και μια (νέα) βαθιά αμφισβήτηση των θεσμών και του τρόπου λειτουργίας τους στην Ελλάδα.

Δύο διαφορετικοί εγκληματίες

Ο ποινικός κώδικας αναφέρει πως έγκλημα είναι «κάθε πράξη άδικη και καταλογιστή  στο δράστη της, η οποία τιμωρείται από το νόμο». Έργο της δικαιοσύνης είναι -πάντα με βάση το νόμο- να κρίνει την βαρύτητα του και να επιβάλλει ποινές. Στην περίπτωση του Δημήτρη Κουφοντίνα αποφάσισε πως η συμμετοχή του σε 11 δολοφονίες, βομβιστικές επιθέσεις, ληστείες κλπ αποτιμάται σε καταδίκη ισάριθμων φορών σε ισόβια και κάθειρξη 25 ετών. Σε εκείνη του Αριστείδη Φλώρου, η ετυμηγορία της ήταν φυλάκιση 21 ετών και χρηματική ποινή ύψους 1,5 εκατ. ευρώ για το σκάνδαλο υπεξαίρεσης 256.521.323,96 ευρώ από τις εταιρείες παροχής ηλεκτρικής ενέργειας Energa – Hellas Power.

Οι εξελίξεις με την αποφυλάκιση του ενός και τη χορήγηση άδειας του άλλου προκάλεσαν αντιδράσεις, με πολλούς μάλιστα να μπαίνουν σε διαδικασία συμψηφισμού ή αντιπαράθεσης, λες και λειτουργούν ως αυτόκλητοι υπερασπιστές στη μία περίπτωση ή τιμωροί εκδικητές στην άλλη. Το διαδίκτυο -ως συνήθως- αποδείχτηκε ιδιαίτερα φιλόξενο σε τέτοιου τύπου ιντερνετικές αψιμαχίες, στις οποίες το πιο δυνατό επιχείρημα που συναντά κανείς εξαντλείται στο «ναι, αλλά για τον Τάδε δεν λέτε τίποτα».

Ας μιλήσουμε, λοιπόν, για τον Τάδε

Ο Τάδε έκανε ό,τι έκανε και τιμωρήθηκε για τις πράξεις του. Ο Τάδε από τη μέρα της σύλληψής του προσπάθησε μέσω των δικηγόρων του είτε να τις παρουσιάσει μέσα από ένα διαφορετικό, ευνοϊκότερο για αυτόν πρίσμα, είτε να χρησιμοποιήσει κάθε μέσο που του είχε διαθέσιμο υπέρ του. Ο Τάδε, δηλαδή, έπαιξε με τους όρους και τις προϋποθέσεις του συστήματος. Άσχετα με το αν στη μία περίπτωση ο Τάδε ήταν ο τύπος που δοκίμασε να το ανατρέψει και στην άλλη ο Τάδε ήταν εκείνος που εκμεταλλεύτηκε τα κενά του. Τελικά και οι δύο Τάδε της ιστορίας «συναντήθηκαν» πίσω από τα σίδερα. Ενώ αν ανατρέξει κανείς στα έργα, τις ημέρες, τα «πιστεύω», τις πολιτικές πεποιθήσεις και τις διαδρομές του καθενός, θα κατέληγε στο συμπέρασμα πως ο ένας Τάδε θα μπορούσε να αποτελεί και στόχο του άλλου Τάδε.

Τουλάχιστον την εποχή που οι διάφορες ομάδες αντάρτικου πόλεων θεωρούσαν ότι λειτουργούν εξ ονόματος της καταπιεσμένης μάζας και επεδίωκαν να χτυπήσουν εκπροσώπους του διεφθαρμένου ταξικού εχθρού της.

Ο Τάδε, λοιπόν. Ο κάθε Τάδε, με τη δική του μικρότερη ή μεγαλύτερη ιστορία και το «αμαρτωλό» παρελθόν. Ο Τάδε, του οποίου η αντιμετώπιση από τους θεσμούς συνιστά «πρόκληση» και ξεσηκώνει αντιδράσεις. Ας επαναλάβουμε για άλλη μια φορά πως στα εγκλήματα συμψηφισμοί και προσπάθεια διατήρησης ισορροπιών δεν είναι δυνατό να υπάρχουν και ας προχωρήσουμε λίγο παρακάτω. Άλλωστε είναι εντελώς διαφορετικό το παρελθόν, η ιστορία, η διαδρομή, τα κίνητρα και -σε τελική ανάλυση- η «περπατησιά» και το ανάστημα των δύο ανδρών. Όπως και τα αδικήματά τους.

Υπεράνω όλων ο νόμος

Δημήτρης Κουφοντίνας και Αριστείδης Φλώρος είναι δύο Τάδε με ονοματεπώνυμο. Δύο επώνυμοι, για διαφορετικούς λόγους, πολίτες και αυτή η αναγνωρισιμότητά τους είναι που τους φέρνει ξανά στο επίκεντρο μιας δημόσιας συζήτησης που στην πραγματικότητα έχει ανοίξει από τη μέρα που ο νόμος Παρασκευόπουλου άνοιξε τις πόρτες των φυλακών υπό όρους σε λογιών λογιών καταδικασθέντες. Ο ίδιος ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης παραδέχτηκε πως πρέπει να γίνουν αλλαγές στο δικό του δημιούργημα που φαίνεται να δημιουργεί περισσότερα προβλήματα από εκείνα που επιχείρησε να λύσει.

Αν ανατρέξει κανείς σε αποφάσεις στις οποίες καταλήγουν καθημερινά τα δικαστήρια θα διαπιστώσει πολλές «προκλήσεις» που αφορούν «ανώνυμους» εγκληματίες. Δεκαετή κάθειρξη με αναστολή, για παράδειγμα, για εν ψυχρώ δολοφονία χωρίς ελαφρυντικά. Πράγμα που σημαίνει ότι κάποιος σκότωσε κάποιον άλλο και δεν θα διαβεί καν τις πύλες της φυλακής. Ή αποφυλάκιση βαρυποινίτη μετά από μόλις δύο χρόνια παραμονής σε κελί και τέλεση νέου φόνου μέσα σε λιγότερο από ένα μήνα… Και όλα αυτά σύμφωνα με το γράμμα του νόμου, για τον οποίο φαίνεται πως πια δεν βρίσκει εφαρμογή το «σκληρός νόμος, αλλά νόμος». Πλέον, σε αυτή την εποχή της μετάλλαξης ισχύει το «χαλαρός νόμος, αλλά νόμος». Και βάση κάθε κοινωνίας είναι ο σεβασμός σε αυτό που προβλέπει ο νομοθέτης, ανεξάρτητα από την προσωπική εκτίμηση και στάση του καθενός.

Η κυρά-Μαίρη από το Παγκράτι

Η γενική αίσθηση που υπάρχει (και δεν απέχει πολύ από την αλήθεια) είναι πως η Δικαιοσύνη μπορεί να χειραγωγηθεί από την πολιτική δύναμη και το χρήμα. Κάποιοι μάλιστα προεξοφλούν πως για τους Τάδε της ιστορίας μας αυτές οι δύο κινητήριες δυνάμεις των κοινωνιών μας δούλεψαν πολύ και δεν είναι καθόλου άσχετες με τις ευνοϊκές για εκείνους αποφάσεις. Κρίμα που ο αδελφός της κυρά-Μαίρης από το Παγκράτι έζησε και πέθανε λίγα χρόνια πριν εφαρμοστούν τέτοιες διατάξεις. Κρίμα, επίσης, που δεν διέθετε επαρκές πολιτικό κεφάλαιο, γνωριμίες, διασυνδέσεις ή χρήμα που θα επέτρεπαν στους δικηγόρους του να ψάξουν κάθε δυνατό «παράθυρο» ελευθερίας.

Και κρίμα που αυτός ο πρώην τοξικομανής που είχε συλληφθεί κι έμεινε στη φυλακή για 5 χρόνια δεν κατάφερε να πείσει κανέναν πως 6 μήνες πριν εκτίσει πλήρως την ποινή του, έχοντας διαγνωστεί με καρκίνο και αναπνέοντας με τραχειοτομή, άξιζε ένα καλύτερο τέλος στα 60φεύγα του από τον θάνατο στο νοσοκομείο των φυλακών. Κρίμα… Πολύ κρίμα που δεν ήταν ένας Τάδε κι αυτός.