Το «οικονομικό θαύμα Ερντογάν»: Μια φούσκα που σήμανε την αρχή του τέλους του Σουλτάνου

Ο βασιλιάς είναι γυμνός...

Τον περασμένο Ιούνιο ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κέρδισε τις προεδρικές εκλογές στην Τουρκία με ποσοστό 52,59%. Τα Μ.Μ.Ε. της χώρας έκαναν λόγο για «θρίαμβο», αλλά στην πραγματικότητα επρόκειτο για την αρχή του τέλους της παντοκρατορίας του. Όταν έχεις χειραφετήσει το σύνολο των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης (αυτών ακριβώς που έκαναν λόγο για «θρίαμβο»), όταν έχεις στείλει στη φυλακή όποιον σου κάνει κέφι και ελέγχεις σύσσωμο το κράτος χωρίς ίχνος αντίστασης, συνιστά παταγώδη αποτυχία να σου γυρνούν την πλάτη περίπου οι μισοί πολίτες της χώρας.

Εκλογές υπό αυτές τις συνθήκες θα έπρεπε να σημαίνει ένα ποσοστό που θα σε κάνει να ψάξεις από που προέρχεται αυτό το μικρό που δεν σε ψήφισε. Έτσι συμβαίνει στα δεσποτικά καθεστώτα. Η ιστορία θυμίζει το γνωστό παραμύθι του Κρίστιαν Άντερσεν. Ο αυτοκράτορας θέλησε να προβάρει σε δημόσια θέα τα καινούρια ρούχα του, πλησιάσει όμως η στιγμή που το παιδάκι θα φωνάξει ότι «ο βασιλιάς είναι γυμνός».

Ο Ερντογάν εξακολουθεί να αντιμετωπίζει με λαϊκισμό και τσιτσάτα την κατάσταση («εμείς μία φορά πεθαίνουμε και χίλιες ανασταινόμαστε», είπε την Πέμπτη απευθυνόμενος στους Αμερικανούς) και να δηλώνει βέβαιος για την ανάκαμψη της τουρκικής οικονομίας, η πραγματικότητα όμως είναι αδυσώπητη.

Η αποκαθήλωση του «οικονομικού θαύματος» πάνω στο οποίο έχτισε τη δημοφιλία του αλλά και η αποτυχία μιας εξωτερικής πολιτικής που στηρίχτηκε σε αλαζονικές και εσφαλμένες εκτιμήσεις και χειρισμούς, δοκιμάζουν περισσότερο από ποτέ τις αντοχές του. Ακόμα και αν δεχτούμε ότι το πραξικόπημα του Ιουλίου του 2016 δεν ήταν εικονικό, ποτέ, στα 15 χρόνια διακυβέρνησης του, δεν είχε βρεθεί σε τόσο δύσκολη θέση.

Η κατάρρευση της τουρκικής οικονομίας με την καταβαράθρωση της λίρας και την κρίση χρέους να βρίσκεται προ των πυλών εκδήλωσης σε πλήρη δυναμική, δεν αντιμετωπίζεται με καθεστωτισμό, διώξεις, προπαγάνδα και δημιουργία εχθρών εντός και εκτός συνόρων. Το παρελθόν έχει διδάξει άλλωστε ότι η στοχοποίηση ενός ηγέτη ξένου κράτους από τις ΗΠΑ δεν ήταν ποτέ καλός… οιωνός για το καθεστώς το οποίο αντιπροσωπεύει.

Κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του Ερντογάν (2003-2014) σημειώθηκε εκτίναξη στο βαθμό ξένων επενδύσεων στη χώρα, αλλά και άφθονη ροή «μαύρου» συναλλάγματος. Κάθε χρόνο από τα σχεδόν 14 της εξουσίας του, έμπαιναν παράνομα στα κρατικά ταμεία από 15 μέχρι 30 δισ. δολάρια από τα αραβικά κράτη του Περσικού Κόλπου, χωρίς να καταγράφονται στους επίσημους ισολογισμούς του κράτους, παρά μόνο κάτω από τη στήλη «Διάφορα».

Ήταν τα χρόνια κατά τα οποία ο «σουλτάνος» επεδείκνυε ένα ελκυστικό πρόσωπο στο διεθνές κεφάλαιο. Αναζητώντας πολιτική σταθερότητα, κράτος δικαίου, εκδημοκρατισμό, σταθερή πορεία προς την ΕΕ και συμπόρευση με την Ατλαντική Δύση.

Ο Ερντογάν κατάφερε να οικοδομήσει μια κοινωνική συμμαχία γύρω από ένα μείγμα αυταρχισμού, ισλαμικού συντηρητισμού και νεοφιλελευθερισμού πάνω σε μια επεκτεινόμενη οικονομία, που επέτρεπε την αίσθηση μιας διαρκούς καταναλωτικής αναβάθμισης για σημαντικά κομμάτια της κοινωνίας. Ανέβασε εκατομμύρια φτωχών Τούρκων στη μεσαία τάξη και τους έδωσε μια θέση στα μεσαία στρώματα της κοινωνίας, ειδικά τις γυναίκες που φορούν μαντίλα.

Αυτό το νεοφιλελεύθερο μοντέλο όμως δεν στηριζόταν στη δημιουργία δυναμικής ενδογενούς ανάπτυξης, αλλά στις κατασκευές (πολλές περιοχές της Κωνσταντινούπολης θυμίζουν επί σειρά ετών εργοτάξιο) και το φτηνό δανεισμό. Η Τουρκία επιδόθηκε σε έναν παροξυσμό υπερκατανάλωσης που ταυτόχρονα τροφοδοτούσε την ονομαστική ανάπτυξη και μεγέθυνση αλλά και δημιουργούσε διαρκώς αυξανόμενες ανάγκες δανεισμού από το εξωτερικό και μεγάλο βαθμό έκθεσης στις διεθνείς αγορές.

Οι ραγδαίοι ρυθμοί ανάπτυξης της τουρκικής οικονομίας (8-10%) δεν ήταν τελικά παρά μια «φούσκα» που απέμενε να σκάσει. Η 17η (τότε) ισχυρότερη οικονομία στον κόσμο είχε αρχίσει να κλυδωνίζεται από τις αρχές του 2016. Παγκόσμια Tράπεζα και ΔNT προειδοποιούσαν τότε ότι το «θαύμα Eρντογάν», που εκτίναξε την οικονομία, συμβάλλοντας καθοριστικά στην εδραίωση του συστήματος εξουσίας του Tούρκου ηγέτη, πλησίαζε στο τέλος του.

H εξάντληση από τις περιφερειακές εστίες κρίσεων (Συρία, Ιράκ), η αναζωπύρωση του κουρδικού ζητήματος και η ένταση στις σχέσεις με όλους (Δύση, Pωσία, Iσραήλ) ήταν οι βασικοί παράγοντες για την αντιστροφή της ροής των πραγμάτων. Φυσικά η εκδήλωση του πραξικοπήματος επιδείνωσε τάχιστα την κατάσταση, καθώς η πολιτική αστάθεια συνιστά το μεγαλύτερο «εχθρό» της οικονομίας.

Οι ακόλουθοι χειρισμοί του ουδόλως βοήθησαν προς επούλωση των πληγών. Η επιλογή του να βάλει τη χώρα σε «γύψο», να εξαπολύσει κυνήγι κατά δικαίων και αδίκων, να φιμώσει τον Τύπο και να απλώσει πάνω από την Τουρκία ένα πέπλο δικτατορικής διακυβέρνησης συνέθεσαν τη δημιουργία ενός «μπαμπούλα» για τις ξένες επενδύσεις.

Τα τρομοκρατικά χτυπήματα στην Κωνσταντινούπολη, που επέφεραν τεράστιο πλήγμα στον τουρισμό, αποτέλεσαν… κερασάκι στην τούρτα. Το φετινό καλοκαίρι ο τουρισμός εμφανίστηκε να έχει ανακάμψει, αυτό όμως συνέβη αποκλειστικά λόγω της απαξίωσης της τουρκικής λίρας και των πολύ χαμηλού κόστους υπηρεσιών σε σχέση με άλλες χώρες, όπως η Ελλάδα.

Περιφρονώντας τους διεθνείς κανόνες και θέλοντας να οικοδομήσει το προφίλ ενός αντισυμβατικού και φλογερά πατριωτικού ηγέτη, ο Ερντογάν υπέπεσε στο μεγάλο λάθος να πιστέψει ότι η χώρα του δεν έχει ανάγκη τις ΗΠΑ. Προ διετίας τόλμησε ακόμα και να απειλήσει την Ουάσινγκτον με διπλωματικό επεισόδιο για τη μη έκδοση του Φετουλάχ Γκιουλέν, ενώ τώρα αψηφά τις απειλές των ΗΠΑ σε ότι αφορά το θέμα κράτησης του πάστορα Άντριου Μπράνσον.

Έπειτα από έναν και πλέον χρόνο προφυλάκισης, ο Μπράνσον -ο οποίος συνελήφθη το 2016 από τις τουρκικές αρχές, κατηγορούμενος για κατασκοπεία και «τρομοκρατική» δραστηριότητα- τέθηκε τον Ιούλιο σε κατ’ οίκον περιορισμό, παρά τα επανειλημμένα αιτήματα του Ντόναλντ Τραμπ να αφεθεί ελεύθερος. Μόλις έγινε γνωστή, στα μέσα Αυγούστου, η νέα άρνηση του δικαστηρίου για αποφυλάκιση του, η ισοτιμία της τουρκικής λίρας προσαρμόστηκε στις 6,23 λίρες στο δολάριο, από τις 6,04 που ήταν προηγουμένως.

«Έχουμε επιπλέον μέτρα, τα οποία σχεδιάζουμε να λάβουμε, εάν δεν τον αφήσουν ελεύθερο», απείλησε ανοιχτά ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Στίβεν Μνούτσιν και είναι να απορεί βέβαια κανείς που αυτές οι απειλές δεν λαμβάνονται υπόψιν…

H JP Morgan έστειλε το επόμενο «μήνυμα», αναφέροντας σε έκθεση της ότι η Τουρκία πρέπει να αποπληρώσει εξωτερικό δημόσιο χρέος ύψους 179 δισ. δολαρίων, μέχρι τον Ιούλιο του 2019, ποσό που αντιστοιχεί σχεδόν στο 25% του ΑΕΠ της χώρας.

Ακολούθως ο οίκος αξιολόγησης Moody’s προχώρησε στην υποβάθμιση 20 τουρκικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, ενώ υπό το βάρος των δανείων του, ύψους 4,7 δισ. δολαρίων, o τουρκικός γίγαντας της τηλεφωνίας, Türk Telekom, οδηγήθηκε στη χρεοκοπία με τις τράπεζες να αναλαμβάνουν τη διοίκησή του.

Τα διαδοχικά limit down της τουρκικής λίρας, η οποία χάσει περίπου το 40% της αξίας της φέτος (!), καθιστά εξαιρετικά αμφίβολη πλέον και την πρόσβαση στις αγορές.

Το εξωτερικό χρέος της Τουρκίας είναι κοντά στο 50% του ΑΕΠ, όμως πολύ μεγάλο μέρος αυτού είναι βραχυπρόθεσμο χρέος. Μεγάλο ποσοστό του είναι ιδιωτικό χρέος, με επιχειρήσεις και τράπεζες να έχουν μεγάλες υποχρεώσεις αποπληρωμής του μέσα στους επόμενους μήνες. Μόνο οι τράπεζες πρέπει να αποπληρώσουν 51 δισ. δολάρια χρέους μέσα στον επόμενο χρόνο, την ώρα που υποχωρούν τα συναλλαγματικά διαθέσιμα.

Αν δεν συμβεί κάτι θεαματικό, που θα αντιστρέψει τη ροή των πραγμάτων, το ΔΝΤ και η είσοδος σε μνημόνιο, φαντάζουν αυτή τη στιγμή ως μία πολύ πιθανή προοπτική.  

«Μοιάζει με έναν μεθυσμένο οδηγό που οδηγεί με 300 χλμ. πάνω σε τοίχο», σημείωναν από το 2016 κιόλας διεθνείς αναλυτές, για την πολιτική σύγκρουσης του «αφέντη» Ρεζέπ σε κάθε πεδίο. Φαίνεται πλέον ότι ο τοίχος αυτός θα είναι ένα οικονομικό «κραχ», μια τεράστια κρίση χρέους, με ανυπολόγιστο κοινωνικό κόστος και απρόβλεπτο πολιτικό αντίκτυπο.

«Μπορείς να τους ξεγελάς όλους για λίγο καιρό, λίγους όλο τον καιρό, αλλά όχι όλους όλο τον καιρό», έλεγε ο Αβράαμ Λίνκολν. Η μεγαλομανία της αυτού μεγαλειότης του Ταγίπ Ερντογάν, υπερέβη το ανάστημα στο οποίο της επιτρεπόταν να ανυψωθεί…