Στη σκιά των όσων λέγονται και γράφονται γύρω από το περιστατικό που έφερε την απώλεια της ζωής του Ζακ Κωστόπουλου, έρχεται μια έρευνα που στην ουσία καταγράφει αυτό που συμβαίνει. Ποιες είναι οι δύο τάσεις σχετικά με το τραγικό γεγονός; Από τη μία οι «καλά να πάθει ο γκέι, ο ναρκομανής, ο οροθετικός» κι από την άλλη οι «να πεθάνετε νοικοκυραίοι που τον σκοτώσατε».
Το πρόβλημα με τις δύο αυτές μεριές είναι ότι και οι δύο νομίζουν πως διαθέτουν ηθική ανωτερότητα ή πως μπορούν να κρίνουν τους άλλους ως καλύτεροι τους. Η αλήθεια βέβαια απέχει πάρα πολύ απ΄αυτό. Όχι μόνο για εκείνους. Για όλους μας.
Η Παγκόσμια Έρευνα Αξιών που διενεργήθηκε και στην Ελλάδα από τη Metron Analysis και τη diaNEOsis στρέφει τα μάτια μας σε ευρήματα που σίγουρα δεν ξαφνιάζουν, αλλά και πάλι είναι άξια σχολιασμού κάθε φορά.
Το ότι η ελληνική κοινωνία κάνει μια παράξενη πορεία προς τον συντηρητισμό είναι αποδεδειγμένο από πολιτικές επιλογές μέχρι τρόπο έκφρασης. Κι ενώ κανείς θα περίμενε αυτός ο συντηρητισμός να μένει στις μεγάλες ηλικίες, είναι διαρκώς αυξανόμενος ο αριθμός ανθρώπων 35 και κάτω που ασπάζονται αντιλήψεις που τείνουμε να αποκαλούμε παραδοσιακές, αλλά κανονικά θα πρέπει να τις λέμε αναχρονιστικές και άχρηστες για την εποχή μας.
Ένα 33% των Ελλήνων δεν θα δεχόταν με τίποτα ομοφυλόφιλο στην πολυκατοικία του. Ένα 20% δεν θα δεχόταν μη Έλληνα. Το 50% των Ελλήνων θεωρεί ότι οι μετανάστες έχουν αρνητική επίδραση στην ανάπτυξη της χώρας και το 66% ότι εξαιτίας τους αυξάνεται η ανεργία.
Ένα 22% δεν θα δεχόταν μη χριστιανό ορθόδοξο. Δεν διευκρινίζεται βέβαια τι θα συνέβαινε αν ήταν ένας χριστιανός μη Έλληνας, αλλά η απάντηση και σε αυτό μπορεί να βρεθεί από το επόμενο εύρημα. Το 21% των Ελλήνων δίνει προβάδισμα στη θρησκεία όταν συγκρούεται με την επιστήμη.
Αυτά τα νούμερα τοποθετούν τη θρησκεία στο υψηλότερο σκαλοπάτι αξιών ενός διόλου αδιάφορου ποσοστού Ελλήνων και καταδεικνύουν για άλλη μια φορά το πόσο θεοκρατικά λειτουργεί αυτή η κοινωνία. Παρά τα κοντά 4 χρόνια μιας αριστερής κυβέρνησης, η κοινωνία αντί να αποσπαστεί σημαντικά από την Εκκλησία και την τυφλή υποταγή στην καθοδηγούμενη πίστη, κατευθύνθηκε ακόμα περισσότερο προς αυτήν.
Κι αυτό είναι ένα κομμάτι που ξεφεύγει από την οποιαδήποτε εσωτερική ανάγκη του καθενός να πιστέψει σε έναν Θεό, από την ανάγκη να εναποθέτει τους νεκρούς του και την ψυχή του κάπου. Εδώ μιλάμε για αντιλήψεις με πρακτικό αντίκρυσμα, οι οποίες διαχέονται από τον θεσμό της Εκκλησίας, όπως το μίσος και η επικριτική στάση προς τους γκέι και τους μη Χριστιανούς.
Θα πει κανείς ότι τα ποσοστά αυτά είναι μικρά ή φυσιολογικά και υπάρχουν σε όλα τα κράτη της Ευρώπης. Πολλές φορές όμως δεν είναι μόνο ζήτημα ποσοτικό, αλλά και το πως εκδηλώνεται ο εκάστοτε αριθμός. Και στην Ελλάδα – όχι μόνο εδώ σαφώς – εκδηλώνεται με τρόπους το λιγότερο που προκαλούν είναι φόβο και έναν αποτροπιασμό σε ορισμένες εκφάνσεις.
Ούτε μπορεί κανείς εύκολα να μιλήσει για απλά σημεία των καιρών που θα περάσουν. Δεν είναι μόνο ότι μιλάμε για τόσο βαθιά ριζωμένες αντιλήψεις, αλλά ότι ακόμα και στους ανθρώπους που αυτές δεν έλεγαν κάποτε κάτι, υπό το πρίσμα ατομικών ή συλλογικών γεγονότων αρχίζουν να τους αλλάζουν.
Μια βόλτα από τα social media τις μέρες που ήταν σε έξαρση η συζήτηση για τη Συμφωνία των Πρεσπών έβλεπες σχόλια και αναρτήσεις από ανθρώπους 25-30 ετών, οι οποίοι επιχειρούσαν να κρίνουν την αξιοπιστία του συνομιλητή τους βάσει του τι θρήσκευμα υπηρετεί. Κι αυτό δεν είναι κάτι που γεννάται από μόνο του.
Γεννάται πάνω στο μίσος και την αντίδραση που προκαλείται από τα άκρα. Ο ομοφοβικός, ο ξενοφοβικός που ακόμα δεν έχει γίνει φουλ ρατσιστής, δεν άλλαξαν με τις κατηγορίες, με τις απειλές, με τη βίαιη πειθώ. Δεν δοκιμάσαμε όμως και ποτέ να τους αλλάξουμε με τη σύνεση και την κατανόηση. Έτσι, αντί να πηγαίνουν τα νέα μυαλά προς την απαγκίστρωση από τις συντηρητικές αντιλήψεις, αποδιώχνουν τις πιο φιλελεύθερες και κυρίως πιο ανθρωπιστικές αξίες.
Η έννοια του φόβου μοιάζει να είναι εκείνη που συναντάται στη βάση των πάντων. Φόβος της μοναξιάς, φόβος της εναντίωσης, φόβος απέναντι στις συντηρητικές μειονότητες που όμως καταφέρνουν να φιμώσουν τους υπόλοιπους. Ένας φόβος που κατέστησε πολύ πιο σημαντικό για τον άλλον το να ανήκει κάπου, οπουδήποτε, χωρίς κριτήρια. Αρκεί να είναι μέλος μιας ομάδας.