Μπορεί να είσαι ματσωμένος και να ‘χεις ταξιδέψει για τις γιορτές στο εξωτερικό.
Μπορεί να πουλάς μούρη και να ‘χεις πάει το γκομενάκι στο χωριό του Άη-Βασίλη στη Φινλανδία.
Μπορεί να ‘σαι σκατόψυχος και να ‘χεις δέσει (μόνο για την παραμονή των Χριστουγέννων) το μπουλντόγκ στην είσοδο της πολυκατοικίας.
Αν δεν ισχύει κάτι απ’ όλα αυτά και διαβάζεις αυτές τις γραμμές από οποιοδήποτε διαμέρισμα της χώρας, ένα πράγμα είναι σίγουρο:
Και η δική σου πόρτα χτύπησε σήμερα το πρωί με ρυθμούς που το κάνει εκείνη του Σοφοκλή Σχορτσανίτη από τα delivery.
Και ο δικός σου ύπνος διακόπηκε βίαια από τσιριχτές παιδικές φωνούλες, τριγωνάκια και ασυγχρόνιστα «καλήν ημέρα, άρχοντες».
Ας ελπίσουμε λοιπόν ότι συγκρατήθηκες. Ας ελπίσουμε ότι δεν σε νίκησε ο χειρότερός σου εαυτός.
Ας ελπίσουμε ότι κράτησες τα γαμοσταυρίδια καβάτζα για την επόμενη φορά που θα κάνει δηλώσεις ο Αμβρόσιος.
Γενικώς ας ελπίσουμε ότι γύρισες το μυαλό σου κάποια χρόνια πίσω: Όταν με το τριγωνάκι στο χέρι και… κομπανία κολλητούς ή συμμαθητές ήσουν εσύ που έπαιρνες αμπάριζα τις πόρτες και αγουροξυπνούσες τον κοσμάκη.
Τότε που περίμενες πώς και πώς παραμονές Χριστουγέννων για Πρωτοχρονιάς. Που κανόνιζες τη σύνθεση του σχήματος μέρες πριν.
Και τότε που τα κάλαντα ήταν πιθανότατα το πρώτο σου σοβαρό εισόδημα. Και μόνο εσύ ξέρεις τι αγώνα έπρεπε να κάνεις για να το κερδίσεις!
Διότι ok, ο ισχυρισμός «σιγά μωρέ, εγώ δεν το κάνω για τα λεφτά, το κάνω… για το καλό» έχει βγει από τα παιδικά χείλη όλων μας.
Ωστόσο τώρα που μεγαλώσαμε, μπορούμε να το παραδεχθούμε: Φάνταζε τόσο πιστευτός, όσο απάντηση του Κούγια για το ακριβές του ύψος.
Ήταν ωραία φάση λοιπόν τα κάλαντα…
Ξύπνημα από τα χαράματα και μάλιστα με χαμόγελο μεγαλύτερο απ’ αυτό που θα είχες σήμερα αν ξυπνούσες δίπλα στην Εύα Λονγκόρια.
Συνάντηση με το υπόλοιπο τιμ. Καθορισμός του δρομολογίου, της ακτίνας που θα επεκτεινόταν και πρόχειροι υπολογισμοί της μπάζας που θα γινόταν στο τέλος.
Και φυσικά ο μέγας και απαράβατος κανόνας: Εκκίνηση ΠΑΝΤΑ από σπίτια κοντινών συγγενών, που θα έκαναν γερό «σεφτέ» και θα έφτιαχναν… ψυχολογία ενόψει της συνέχειας.
Δεν έλειπαν βέβαια και τα εμπόδια…
Μια ξαφνική καταιγίδα. Ένα χαλασμένο ασανσέρ στην πολυκατοικία. Η απογοήτευση όταν (από το… door control) είχες πιστέψει ότι πρόκειται για φραγκάτο και στο τέλος άκουγες από μέσα την εκνευρισμένη φωνή «μας τα ‘πανε».
Πότε προλάβανε και σας τα ‘πανε, μωρή μαγδάλω, από τις οχτώ παρά τέταρτο το πρωί;;;
Οι χαμογελαστές γριούλες που δεν είχαν ειδοποιηθεί ότι έληξε η κατοχή και θεωρούσαν πιο χρήσιμη την παροχή κουραμπιέδων και μελομακαρόνων αντί για κάνα πεντακοσάρικο.
Και φυσικά η μεγάλη μάστιγα: Oι τσίπηδες! Αφού περίμεναν λοιπόν ν’ ακούσουν ολόκληρο το… πρόγραμμα (θα το πλήρωναν βλέπεις), έβαζαν το χέρι στην τσέπη και με ύφος «άντε, σας έφτιαξα, ρε κωλόπαιδα», προσέφεραν το ποσό-μαμούθ των 50-60 δραχμών.
Πόσο ήθελες να του σπρώξεις κάτω από την πόρτα δυό χιλιάρικα μαζί με σημείωμα «για να ‘χεις να δίνεις στα παιδάκια, ρε εξηντατρίχη»!
Υπήρχαν όμως και τα ωραία…
Οι απρόσμενες «χεριές» από καλοσυνάτους παππούδες ή ξεμαλλιασμένους (άρα και καλοπερασμένους το προηγούμενο βράδυ) μπήχτες…
Οι συναντήσεις με τα άλλα… συγκροτήματα σε δρόμους και πυλωτές και ο ατελείωτος χαβαλές. Τα διαλείμματα για να επενδυθούν άμεσα κάποια από τα ψιλά σε ηλεκτρονικά και «μπλιμπλίκια».
Άσε που βαθιά χαραγμένα στην παιδική ψυχούλα σου παρέμειναν αμέτρητα κομπινεζόν και… αεράτα νυχτικά κυριών που εισέβαλαν στο οπτικό σου πεδίο με το άνοιγμα της πόρτας.
Κι αφού έκαναν τα μάτια σου να κατεβάζουν δολάρια και κερασάκια σαν τους κουλοχέρηδες, σ’ οδηγούσαν να πετάγεσαι κατευθείαν από το «καλήν ημέρα, άρχοντες» στο «οι ουρανοί αγάλλονται»…