Τάφρος των Μαριανών: Τι πραγματικά κρύβει στα νερά του το βαθύτερο σημείο του πλανήτη;

Ο άνθρωπος έχει περάσει σχεδόν 300 ώρες στο φεγγάρι, αλλά μόνο τρεις στη «ζώνη του Άδη»...

Αν υποθέσουμε ότι στην ιστορία της Γης υπάρχει μια οντότητα που θέτει διαρκώς προκλήσεις στο ευφυέστερο πλάσμα της, δεν είναι πολλά εκείνα τα «οχυρά» για τα οποία μπορεί να υπερηφανευτεί ότι έμειναν απόρθητα από την ανθρώπινη διανόηση.

Η αναμέτρηση της ευφυΐας με την τεχνολογία, την επιστήμη και τη φύση είναι γεμάτη από μεγάλες «νίκες» – μια σειρά από ιστορικά επιτεύγματα, που στο βιβλίο εξέλιξης της ανθρωπότητας έχουν λάβει τη διάσταση των «milestones».

Ασφαλώς υπάρχουν τομείς στους οποίους η «μάχη» μαίνεται ακόμα και εκκρεμεί η έκβαση τους. Αν η αδυναμία να προβλεφθεί ο χρόνος έκρηξης του ηφαιστείου της Κρακατόα μπορεί να εκληφθεί ως ένα πεδίο «ήττας» του ανθρώπου, υπάρχει άλλο ένα τέτοιο στη φύση το οποίο εξακολουθεί να προβάλλει ως πρόκληση.

Είναι το βαθύτερο σημείο του πλανήτη, η περίφημη Τάφρος των Μαριανών, που παραμένει τόσο αφιλόξενο για τον ανθρώπινο οργανισμό όσο κανένα άλλο πάνω στη Γη.

Ο άνθρωπος έχει περάσει σχεδόν 300 ώρες στο φεγγάρι, αλλά μόνο τρεις στη «ζώνη του Άδη», όπως παρομοιάζεται το βαθύτερο μέρος του ωκεανού. Στη σελήνη έχουν πατήσει το πόδι τους 12 άνθρωποι, ενώ την Τάφρο των Μαριανών έχουν επισκεφτεί μόνο τρεις, δύο επιστήμονες το μακρινό 1960 και ο σκηνοθέτης Τζέιμς Κάμερον το 2012.

Πρόκειται για το χαμηλότερο σημείο της επιφάνειας του φλοιού της Γης και ένα από τα πιο αινιγματικά, καθώς μεγάλο μέρος του παραμένει ανεξερεύνητο. Βρίσκεται στον δυτικό Ειρηνικό ωκεανό, στα ανοιχτά των Μαριάνων νήσων, νότια της Ιαπωνίας και ανατολικά των Φιλιππίνων.

Η τάφρος, ένα είδος μακράς «ουλής», έχει μήκος 2.550 χιλιόμετρα (και πλάτος 69 χλμ.), αλλά βέβαια αυτό για το οποίο είναι διάσημη είναι το βάθος του πυθμένα της. Αν η βάση του Έβερεστ ξεκινούσε από εκεί, η κορυφή του θα ήταν 2.123 κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, καθώς η απόσταση «αγγίζει» τα 11 χιλιόμετρα.

Έως το 1951 το γνωστό βάθος ήταν τα 8.184 μέτρα. Τότε, μια νέα ερευνητική αποστολή από το βρετανικό ερευνητικό σκάφος Challenger II, ανακάλυψε ένα σημείο με βάθος 10.971 μέτρων, που έδωσε και την ονομασία του στην περιοχή (Challenger Deep).

Η πίεση που ασκείται σε εκείνο το σημείο από το νερό είναι περισσότερο από 1000 φορές μεγαλύτερη από ότι στην επιφάνεια της θάλασσας. Μαζί με το απόλυτο σκοτάδι, συνθέτουν τη φήμη του πιο «εχθρικού» σημείου στον πλανήτη.

Αυτό εξηγεί την τεράστια δυσκολία σε ότι αφορά τη μεταφορά εξοπλισμού και ατόμων και τη δυσχέρεια συλλογής πληροφοριών. Όποιος σταθεί σε αυτό το σημείο, είναι σαν να έχει πάνω από το κεφάλι του 8 τόνους νερού ανά τετραγωνική ίντσα, η αλλιώς περίπου… 100 ελέφαντες.

Και οι δύο επανδρωμένες αποστολές της ιστορίας στέφθηκαν μεν με επιτυχία ως προς την ασφάλεια, δεν απέφεραν όμως ιδιαίτερη γνώση για το τι ακριβώς συμβαίνει εκεί κάτω κι αν μπορεί να υπάρξει ζωή.

Ο Κάμερον, ο οποίος το είχε χαρακτηρίσει ως «όνειρο ζωής», καταδύθηκε με ένα μίνι υποβρύχιο, βάρους 7 τόνων και μήκους 8 μέτρων, ειδικά εξοπλισμένο για να αντέξει τεράστιες πιέσεις. Στα 57 χρόνια του ξεκίνησε γιόγκα και έτρεχε καθημερινά για τη βελτίωση της φυσικής κατάστασης του, ώστε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της κατάδυσης.

Στριμωγμένος στο πιλοτήριο που ήταν «τόσο στενό όσο μια κάψουλα Απόλλων», κινηματογράφησε σε 3D τους βυθούς με ισχυρούς προβολείς, συλλέγοντας δείγματα που η μελέτη τους ενδιαφέρει τομείς όπως η θαλάσσια βιολογία, η αστροβιολογία, η θαλάσσια γεωλογία και η γεωφυσική.

Φθάνοντας στο βυθό, ο εξερευνητής – σκηνοθέτης επιβεβαίωσε ότι «όλα τα συστήματα ήταν ΟΚ». Όμως, κατά την επιστροφή του στην επιφάνεια, δήλωσε ότι έμεινε μόλις δυόμισι ώρες στο βάθος του ωκεανού, πολύ λιγότερο από τις προγραμματισμένες έξι ώρες, εξαιτίας ενός προβλήματος με το υδραυλικό σύστημα του σκάφους του.

Το προηγούμενο ρεκόρ κατάδυσης έλαβε χώρα το 1960, όταν ο υποπλοίαρχος του Ναυτικού των ΗΠΑ Ντον Γουόλς και ο Ελβετός ωκεανογράφος Ζακ Πικάρ είχαν καταδυθεί με ένα αμερικανικό βαθυσκάφος στη «Ζώνη του Άδη». Δεν μπόρεσαν όμως να μείνουν παρά μόνο 20 λεπτά σε έναν «κόσμο σκοτεινιασμένο από τη λάσπη».

«Είναι λίγο σαν να καταδύεσαι στο σκότος, κάτι που ένα ρομπότ δεν μπορεί να περιγράψει», ανέφερε ο Κάμερον, ο οποίος χαρακτήρισε τον πυθμένα «άγονο και απόκοσμο». Ωστόσο μαζί με την ομάδα του εντόπισαν γιγάντιες αμοιβάδες και αμφίποδα, παρόμοια με γαρίδες.

Η ανακάλυψη θεωρήθηκε τρομερή, καθώς πρόκειται για είδη του ζωικού βασιλείου που αγνοούσαμε ότι υπάρχουν. Όπως επίσης και γιατί ενισχύθηκε η διαπίστωση ότι η Τάφρος των Μαριανών δεν αποτελεί «νεκρή ζώνη».

Το 2016, μη επανδρωμένα υποβρύχια είχαν συλλέξει δείγματα από τα ιζήματα του πυθμένα της τάφρου, των οποίων η ανάλυση των επιπέδων οξυγόνου έδειξε την παρουσία άφθονης μικροβιακής δραστηριότητας.

Οι επιστήμονες διαπίστωσαν με έκπληξη ότι αυτοί οι πρωτόγονοι, μονοκύτταροι οργανισμοί ήταν δύο φορές πιο ενεργοί στον πυθμένα της τάφρου παρά σε βάθος 6 χιλιομέτρων. Ο λόγος για αυτό το φαινόμενο πιθανότατα έγκειται στην ύπαρξη πληθώρας θρεπτικών ουσιών. Ένας μεγάλος αριθμός νεκρών φυτών και οργανισμών καταλήγει στο βυθό από την επιφάνεια της θάλασσας, με αποτέλεσμα να παγιδεύεται στα τοιχώματα της τάφρου.

Η μελέτη κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο όγκος του υλικού που συσσωρεύεται στον πυθμένα είναι τόσο υψηλός που δεν αποκλείεται να συμβάλλει στον κύκλο του άνθρακα και επομένως να παίζει σημαντικό ρόλο στη ρύθμιση του παγκοσμίου κλίματος!

Μια νέα αποστολή ωστόσο, που ξεκίνησε τον Απρίλιο του 2018 και διήρκεσε τρεις μήνες, απέδειξε με ντοκουμέντα ότι τα βάθη από τα 8.000 μέτρα και κάτω δεν είναι φιλόξενα μόνο για τα μικρόβια.

Το μη επανδρωμένο σκάφος «Okeanos Explorer» ερεύνησε και χαρτογράφησε επί 90 ημέρες την Τάφρο, φέρνοντας στο φως νέα είδη έμβιων οργανισμών. Όπως ένα αλλόκοτο μωβ θαλάσσιο σκουλήκι, δύο περίεργα είδη ψαριού – το ένα εκ των οποίων… διάφανο – και ένα καινούριο είδος οστρακόδερμου.

Όλα αυτά χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης, καθώς δεν είναι απολύτως σαφές σε ποιο ακριβώς βάθος εντοπίστηκαν οι οργανισμοί, τόσο από το «Okeanos Explorer», όσο και από τον Τζέιμς Κάμερον.

Το μυστήριο που περιβάλλει την περιοχή εντάθηκε μάλιστα το Μάρτιο του 2016, όταν προς μεγάλη έκπληξη της, μια αμερικανική επιστημονική ομάδα ανακάλυψε ότι αντί απόλυτης ησυχίας, η Τάφρος των Μαριανών, είναι γεμάτη θορύβους, από σεισμούς έως ήχους από φάλαινες και προπέλες πλοίων!

Οι ερευνητές έστειλαν επί τρεις εβδομάδες στο απόλυτο βάθος ένα υδροφώνο ενισχυμένο εξωτερικά με τιτάνιο για να αντέξει την τρομερή πίεση.

«Θα περίμενε κανείς πως το βαθύτερο σημείο του ωκεανού θα ήταν ένα από τα πιο ήσυχα μέρη στη Γη. Στην πραγματικότητα όμως υπάρχει ένας σχεδόν συνεχής θόρυβος από φυσικές και ανθρωπογενείς πηγές», δήλωσε ο ωκεανογράφος της ΝΟΑΑ και επικεφαλής της έρευνας Ρόμπερτ Τζιάκ.

Όπως διαπιστώθηκε, υπάρχει στο υπόβαθρο ένα βουητό που προκαλείται από κοντινούς και μακρινούς υποθαλάσσιους σεισμούς, ενώ παράλληλα ακούγονται οι διακριτοί ήχοι των φαλαινών.

Ακόμη και οι τυφώνες που περνούν από την επιφάνεια της θάλασσας ακούγονται σε μεγάλο βαθμό σε τόσο μεγάλα βάθη, όπως επίσης και μεγάλα κύματα. Επιπλέον κάθε λίγο και λιγάκι ακούγονται οι ήχοι από τις προπέλες των πλοίων και των υποβρυχίων, αλλά και από διάφορα υποθαλάσσια κατασκευαστικά έργα σε αρκετή απόσταση.

Προς αναζήτηση των αιτιών που επιτρέπουν αναπαραγωγή ηχητικών κυμάτων σε τέτοια βάθη, η έρευνα θα επαναληφθεί και τότε το υδροφώνο θα παραμείνει για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα στο βυθό, ενώ θα συνοδεύεται από μια κάμερα βαθέος ωκεανού.

Είναι αμφίβολο ωστόσο αν θα δώσει επαρκείς απαντήσεις στα ερωτήματα, ή αν θα προκαλέσει νέα, που θα εδραιώσουν την αίσθηση ότι η προσπάθεια αποκρυπτογράφησης του πιο μυστηριώδους μέρους στον πλανήτη αποτελεί ένα πεδίο που στέκει ακόμα ως «οχυρό» στην… απληστία της ανθρώπινης διανόησης.