Το παραπάνω απόσταγμα σοφίας είχε βγει από το στόμα ενός φίλου που σε ένα πράγμα δεν επέτρεπε μόνο να ακολουθήσει την αντίθετη διαδρομή και μέσω του στόματός του να καταλήξει στο στομάχι του, την γαλοπούλα.
Πριν φτάσω να συναναστρέφομαι τέτοια ιερά τέρατα της διανόησης, υπήρξα κι εγώ (όσο κι αν δυσκολεύεται κανείς να το πιστέψει όταν με κοιτάζει με δέος) ένας μικρός ανόητος που πίστευε τα παραμύθια της μαμάς του.
Κάθε χρόνο τέτοια εποχή ξεκινούσαν οι ιστορίες για αγρίους με αντικείμενο το γιορτινό τραπέζι και την απέχθειά μου προς την γαλοπούλα. Συνήθως, η μούφα που ξεφούρνιζε (πριν ξεφουρνίσει το καταραμένο πουλί στο τραπέζι) ήταν ότι ΑΥΤΗ ΤΗ ΦΟΡΑ θα μαγειρέψει μια θεία, γιαγιά, ξαδέλφη, άγνωστη που πέρναγε τυχαία έξω από το σπίτι, κάποια τέλος πάντων, που ξέρει μια φανταστική συνταγή που μετατρέπει τη γαλοπούλα σε λουκούμι.
Δυστυχώς αποδείχθηκε πως για τις μαγείρισσες ισχύει ό,τι και για τους προπονητές. Δεν κρατούν, δηλαδή, μαγικό ραβδάκι και δεν μπορούν μέσα σε ένα βράδυ να μετατρέψουν κανέναν Ιβανόφ σε κανονικό σέντερ μπακ και κανένα κακάσχημο και σκληροτράχηλο πτηνό σε λουκούλλειο γεύμα.
Κάπως έτσι κλονίστηκε για πάντα η πίστη μου στην οικογένεια και στις παραδόσεις, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Τελικά, φαίνεται πως η μόνη χρήση της γαλοπούλας τα Χριστούγεννα είναι εκείνη του μαγειρικού σκεύους. Μια κατσαρόλα, μια γάστρα με σάρκα και οστά που για κάποιο λόγο τον οποίο δεν έχει καταφέρει ακόμη να εξηγήσει η επιστήμη, μπορεί να κάνει τέλεια τη γέμιση που της παραχώνουν μέσα της. Κι ερωτώ: Είναι αυτός λόγος για να δικαιολογηθεί η γενοκτονία των Χριστουγέννων; Η απάντηση φυσικά είναι όχι, γεγονός που φέρνει αναπόφευκτα την παρακάτω απορία: Πώς στο καλό κατάφερε αυτό το πράμα να βρει το δρόμο του μέχρι το τραπέζι.
Η απάντηση κρύβεται στα Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών. Μπορεί ο αστικός μύθος να θέλει Εβραίους με γαμψές μύτες και τράπεζες να ήταν εκείνοι που μαζεύτηκαν ένα πρωί και αποφάσισαν να εξουσιάσουν τον κόσμο, αλλά η αλήθεια διαφέρει κατά πολύ. Γαμψές μύτες έπαιξαν στη συνάντηση, αλλά δεν ανήκαν σε εκπροσώπους καμιάς φυλής ή της στερεοτυπικής απεικόνισής τους.
Πριν πολλά-πολλά χρόνια στη Σιών συγκεντρώθηκαν οι γαλοπουλάδες, οι οποίοι έβλεπαν τις δουλειές τους να πηγαίνουν κατά διαόλου. Οι κοτοπουλάδες είχαν μαζέψει όλο το μαρούλι, όλο το μπαγιόκο, ενώ όσοι είχαν επενδύσει σε αυτό το κακάσχημο και άνοστο πουλί έκλαιγαν τα λεφτά τους αφού δεν τρωγόταν με τίποτα. Τότε, λοιπόν, όπως μου αποκάλυψε εκείνος ο φίλος που σας έλεγα στην εισαγωγή (που ήξερε από ναρκωτικά και γαλοπούλες και μάλλον όταν μιλούσε είχε καταναλώσει κι απ’ τα δύο) συνέλαβαν το απόλυτο σχέδιο για να κυριαρχήσουν στον κόσμο. Άκυρο. Για να ξεπουλήσουν το εμπόρευμα. Πήγαν, λοιπόν οι αθεόφοβοι και συνέδεσαν τη γαλοπούλα με τον Θεό. Κι έβγαλαν τη βρώμα πως η κατανάλωσή της συνοδεύει ιδανικά τη μέρα των Ευχαριστιών στην Αμερική, όταν δηλαδή οι πρώτοι λευκοί άποικοι ευχαριστούν τον Θεό που βρήκαν απέναντί τους ινδιάνους με τόξα και βέλη, οι οποίοι ξεκληρίζονταν για πλάκα. Κι όταν κατάφεραν να το κάνουν το γαλόπουλο μόδα στο Αμέρικα, πήραν θάρρος και μέσω των Χριστουγέννων κατάφεραν να πείσουν και τον υπόλοιπο κόσμο πως στα γενέθλιά του ο Κύριος θέλει να μας βλέπει να τρώμε γαλοπούλα.
Άλλη εξήγηση, προσωπικά δεν μπορώ να δώσω. Μόνο μια παγκόσμια συνωμοσία είναι σε θέση να δικαιολογήσει το πώς και το γιατί σε τέτοιες σκοτεινές υποθέσεις. Όπως για παράδειγμα, την πλεκτάνη που ακολούθησε και ονομάζεται «ζαμπόν γαλοπούλας με χαμηλά λιπαρά». Αν είσαι άντρας ξέρεις πως πρόκειται για προϊόν που προορίζεται αποκλειστικά για όσους ξέρουν απέξω περισσότερα από τέσσερα τραγούδια της Μποφίλιου. Ε, πόσοι τέτοιοι να υπάρχουν εκεί έξω για να δικαιολογηθεί τέτοια μαζική παραγωγή; Σίγουρα από πίσω από την ιστορία κρύβονται γουρούνια. Κακά, ψαρωτικά, διαβολικά και άσχημα, αλλά πάντα πολύ νόστιμα, όπως εκείνα της φωτογραφίας.