Δεν υπάρχει πρόβλημα που να μη λύνεται με ΡΑΚΗ!

Όπως λέει κι ο ποιητής (ή μάλλον ο μαντιναδολόγος) «ανάθεμά τη τη ρακή, ήντα ‘ναι αυτό που κάνει, κι όταν την πίνω γίνεται το πάτωμα ταβάνι…»

Στις περιπτώσεις όπου ο Αστερίξ και η παρέα του έβλεπαν τα σκούρα κατέφευγαν στον μαγικό ζωμό.

Μια-δυο γουλιές χρειάζονταν μόνο για να πάρουν τα πάνω τους, να νιώσουν ατρόμητοι και να μακελέψουν τον οποιονδήποτε.

Ε, σκέψου τώρα ο Αστερίξ -αντί για Γάλλος- να ήταν Έλληνας.

Θα λεγόταν σίγουρα Αστεράκης. Θα ‘χε (και πάλι) μουστάκα. Το γαλατικό χωριό θα ήταν δεδομένα στην Κρήτη.

Και ο μαγικός ζωμός του ίδιου και των συγχωριανών του θα ήταν ΑΝΑΜΦΙΒΟΛΑ η ρακή!

 

Αγνό, ανόθευτο και χωρίς καμία χημική επεξεργασία, το διάφανο αγίασμα βλογάει εδώ και εκατοντάδες χρόνια τις καταπιόνες των Κρητικών και όσων το μοιράζονται μαζί τους.

Με μόνη προϋπόθεση το μέτρο (και γερό μεζέ), κάνει τα προβλήματα να δείχνουν παροδικά. Το άγχος να φαίνεται αδικαιολόγητο. Γενικώς τη ζωή να μοιάζει ομορφότερη.

Και φυσικά συνοδεύει ΚΑΘΕ κατάσταση και ΚΑΘΕ περίσταση στη ζωή ενός Κρητικού!

Θες να χαλαρώσεις από μια δύσκολη μέρα; Ρακή. Θες να κεράσεις φιλοξενούμενο; Εννοείται ρακή. Έχεις καψούρα; Προφανώς Ρακή! Θες ν’ ανακουφιστείς από τον πονόδοντο; Πάλι ρακή!

Ακόμα και η τελετουργική διαδικασία παραγωγής της, το περίφημο «ρακοκάζανο», είναι μια (ακόμα) εξαιρετική ευκαιρία για τους Κρητικούς να γλεντήσουν. Να φάνε. Να πιουν. Και να σχηματίσουν «παρεάκια» με λύρες, μαντολίνα και μαντινάδες.

 

Πού ακούστηκε, άλλωστε, σπίτι στη Μεγαλόνησο να μη διαθέτει μια νταμιτζάνα στο κελάρι/ένα μπιτόνι στην κατάψυξη/ένα καραφάκι ανά πάσα στιγμή έτοιμο να υποδεχθεί επισκέπτη;

Σε ποιον Κρητικό δεν έτυχε έστω μια φορά στη ζωή του να μπερδέψει νερό με ρακή και πριν το καταλάβει, να έχει κατεβάσει 3-4 γερές γουλιές που του πετάξανε τα μάτια όξω;

Και ποιο συναίσθημα (είτε χαράς, είτε λύπης) δεν συνοδεύεται/δεν εντείνεται/δεν εκτονώνεται στο νησί από τον διάφανο θησαυρό της κρητικής γης;

Εξάλλου, είτε την πεις τσικουδιά (όπως είναι η επίσημη ονομασία από το 1989), είτε την πεις ρακή (η οποία έχει κατοχυρωθεί ως λέξη από την Τουρκία, αλλά είναι ελληνική και προέρχεται από το αρχαιοελληνικό «ραξ» που σημαίνει «ρώγες») δεν έχει σημασία.

Το αποτέλεσμα είναι πάντα το ίδιο:

Την ώρα που την κατεβάζεις σφηνάκια δεν την καταλαβαίνεις. Την ώρα που πας να σηκωθείς συνειδητοποιείς ότι έχεις κατεβάσει ομίχλη.

Κι αν είσαι άμαθος (ή το παίζεις ατρόμητος παρά τις προειδοποιήσεις) κινδυνεύεις να γίνεις τόσο «αεροπλάνο», όσο ο Θέμης Γεωργαντάς στη συνάντησή του με Κρητικό νικητή ριάλιτι…

Ό,τι κι αν κάνεις ωστόσο, όσο σταφίδα κι αν γίνεις και όσα μασκαραλίκια κι αν (σου διηγηθούν έπειτα ότι) κατάφερες, το «πρόβλημα» διαρκεί μέχρι να πέσεις για ύπνο.

Γιατί την ώρα που θα ξυπνήσεις την άλλη μέρα διαπιστώνεις ότι (μ’ ένα μαγικό τρόπο) είσαι «καθαρός».

Ότι δεν υπάρχει ούτε πονοκέφαλος, ούτε στομαχόπονος, ούτε κάποιο άλλο από τα κλασικά συμπτώματα του hangover.

Και μόνος σου εφιάλτης είναι μην πας στο καφενείο και σου πουν ότι «ξετέλεψε η ρακή»…

TAGS: