Η υποψηφιότητα που θα έπρεπε να είναι fake news

Πλέον η ελληνική πολιτική ηγεσία επιβραβεύει και τη συστηματική, συνειδητή διασπορά ψευδών ειδήσεων. Και το χειρότερο είναι ότι πλέον δεν μας εκπλήσσει ούτε αυτό...

Επί σειρά ετών ο Γιάννης Λοβέρδος ήταν ένας «κανονικός» δημοσιογράφος, με άποψη, κριτική σκέψη και εκφορά λόγου που τον κατέστησαν δημοφιλή σε μερίδα της κοινής γνώμης, μέσα από τα κείμενα του στις εφημερίδες που εργάστηκε (Καθημερινή, Βήμα, Απογευματινή, Βραδινή) και αργότερα μέσω τηλεοπτικών εκπομπών.

Οι θέσεις του από τη στιγμή που ο Αλέξης Τσίπρας ανέλαβε την εξουσία είναι λίγο – πολύ γνωστές και έως κάποιου σημείου καθ’ όλα σεβαστές. Ναι, ήταν δριμεία και ενίοτε οργισμένη η κριτική που ασκούσε, αλλά τέτοιες αντιδράσεις υπάρχουν γύρω μας ακόμα και από ανθρώπους που είχαν ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ στις τελευταίες ή προτελευταίες εκλογές, ακόμα… χειρότερα και από ανθρώπους που είχαν πολιτευτεί με τον ΣΥΡΙΖΑ σε αυτές.

Το πρόβλημα με τον Γιάννη Λοβέρδο είναι ότι προϊόντος του χρόνου έπαψε να δημιοσιογραφεί, προσπαθώντας να κάνει θόρυβο τέτοιο κατά της κυβέρνησης με τρόπο που υποδήλωνε ότι είχε να περιμένει κάτι ως αντάλλαγμα.

Υιοθετώντας ακραία ρητορική με διχαστικές αναφορές περί «ημών και κομμουνιστών» και… προγραμματίζοντας εκρήξεις αγανάκτησης στο στούντιο κατά δικαίων και αδίκων, έκοψε κάθε δεσμό με το λειτούργημα, υποπίπτοντας στον πειρασμό της δημαγωγίας. Εν τέλει την «ενσάρκωσε» με κάθε επισημότητα, ως ηγετική φιγούρα της διασποράς ψευδών ειδήσεων στα social media.

Εδώ δεν χωρούν… οπαδικά. Ο Γιάννης Λοβέρδος έπαιξε αποδεδειγμένα εν γνώσει του και -με υποδειγματική αφέλεια για όσους έχουν παρακολουθήσει τους χειρισμούς του- το παιχνίδι των fake news, απεμπολώντας και τα τελευταία ψήγματα αξιοπιστίας που του είχαν απομείνει.

Τα παραδείγματα είναι πολλά και το ότι έχουν λάβει δημοσιότητα μόνο από τα φιλοκυβερνητικά media δεν σημαίνει και ότι επιδέχονται αμφισβήτησης. Έχουν καταγραφεί a priori ως γεγονότα – μια πρόχειρη αναζήτηση στο google μπορεί να πείσει και τον πλέον δύσπιστο. Σε σημείο που να αναρωτιέσαι για ποιον λόγο η συνειδητή διαστρέβλωση της αλήθειας αποτελεί διαβατήριο για την «προαγωγή» σε υποψήφιος βουλευτής.

Για την συγκεκριμένη επιλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν υπάρχει άλλοθι. Η ιστορία των fake news έχει λάβει πια πολύ σοβαρές διαστάσεις στους κόλπους της ΕΕ, σε βαθμό επίσημου σχεδιασμού καταπολέμησης τους ενόψει των φετινών Ευρωεκλογών.

Οι ψευδείς ειδήσεις έχουν 70% περισσότερες πιθανότητες απ’ ότι οι αληθινές να εξαπλωθούν μέσω Twitter, σύμφωνα με έρευνα του Media Lab του ΜΙΤ. Μία αληθινή είδηση χρειάζεται έξι φορές περισσότερο χρόνο για να φθάσει σε 1.500 ανθρώπους σε σχέση με μία ψευδή, προειδοποιούν για την επικινδυνότητα τους οι (αυτόκλητοι ακόμα) αρμόδιοι φορείς.

Στα τέλη Ιανουαρίου η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κάλεσε το Facebook, το Google και το Twitter να «εντείνουν τις προσπάθειές τους» κατά της παραπληροφόρησης στο Internet, επισείοντας την απειλή των υποχρεωτικών μέτρων σε περίπτωση που τα αποτελέσματα είναι ανεπαρκή. Κράτη – μέλη παίρνουν όλο και περισσότερες πρωτοβουλίες, καταθέτοντας προτάσεις για το πακέτο μέτρων που θα παραδοθεί στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, πριν από τις κάλπες του Μαΐου.

Η ίδια η Ευρωβουλευτής της ΝΔ, Μαρία Σπυράκη, εξέφρασε το Νοέμβριο την ανάγκη να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα ώστε να μετριαστεί η απήχηση των ψευδών ειδήσεων.

Σε ημερίδα για τα fake news, που διοργανώθηκε από το Γραφείο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στην Ελλάδα, η κ. Σπυράκη τόνισε ότι οι ευρωπαϊκοί θεσμοί δεν είναι αρκούντως αποτελεσματικοί στην αντιμετώπισή τους. Τα περιέγραψε ως μια πραγματικότητα που τρέχει «κι εμείς ως δεύτεροι, πίσω από αυτό που συμβαίνει ως πραγματικότητα, τρέχουμε να μαζέψουμε τα απόνερά της».

Τι σόι κίνητρο είναι αυτό που δελέασε την αξιωματική αντιπολίτευση ώστε να προσκαλέσει τον Γιάννη Λοβέρδο στα ψηφοδέλτια της; Τι είδους κοινωνία είναι αυτή που η πρακτική της παραπληροφόρησης λειτουργεί ως εφόδιο για την εκπροσώπηση της στο ελληνικό κοινοβούλιο;

Υποτίθεται ότι θα έπρεπε να συμβαίνει το εντελώς αντίθετο, να αποτελεί ανυπέρβλητο εμπόδιο για τέτοιου είδους φιλοδοξίες. Αν κάτι δεν υποτίθεται όμως, είναι ότι αυτή αποτελεί μια ερώτηση… ρητορικού χαρακτήρα. Η κοινωνία μας συνεχίζει να πορεύεται με τις ίδιες αναξιοκρατικές και αμοραλιστικές αντιλήψεις που την έφεραν στο σημερινό τέλμα.

Και το πιο δυστυχές στη συγκεκριμένη περίπωση είναι ότι δεν υπάρχει καν η διάθεση από κάποιον να τρέξει για να μαζέψει τα απόνερα…