Ο ήρωας των οπαδών του ΠΑΣΟΚ που έστησε τη μεγάλη απάτη για λόγους… εθνικού συμφέροντος

Ο άνθρωπος που εμπνεύστηκε την ιστορική φράση περί «Παρθενώνα και βελανιδιών» ήταν ο υπαίτιος για το πρώτο μεγάλο σκάνδαλο της μεταπολίτευσης

Ήταν ο άνθρωπος που ξεστόμισε μια ιστορική φράση, η οποία θα χρησιμοποιείται εσαεί αυτούσια ή σε παραλλαγές για να καταδεικνύει τη… θαυμαστή νοοτροπία των νεοελλήνων, που έφερε τη χώρα στη χρεοκοπία.

«Όταν εμείς οι Έλληνες χτίζαμε Παρθενώνες, εσείς οι βάρβαροι τρώγατε βελανίδια». Που να ήξερε ο πρώην υπουργός του ΠΑΣΟΚ, Νίκος Αθανασόπουλος τι απήχηση θα είχε στις μελλοντικές γενιές η περιφρόνηση με την οποία αντιμετώπισε τον Βέλγο αξιωματούχο Εμίλ Μένενς εν έτει 1986, όταν ο τελευταίος ήρθε στην Ελλάδα για να αποδείξει την «ενοχή» της ελληνικής κυβέρνησης στο πρώτο μεγάλο σκάνδαλο επί κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ.

Ο Μένενς ήταν προϊστάμενος του Τμήματος Καταπολέμησης της Απάτης (σημερινό OLAF) της τότε ΕΟΚ και εντετάλθηκε από τις Βρυξέλλες να ξεσκεπάσει το διαβόητο τότε «σκάνδαλο του καλαμποκιού».

Ο Αθανασόπουλος, αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, ήταν ο «εγκέφαλος» της απάτης που έπαιξε η Ελλάδα στις πλάτες της ΕΟΚ. Στα μάτια ωστόσο του κατηγορούμενου, ο Ευρωπαίος επίτροπος δεν ήταν παρά ένας «κουτόφραγκος» και η προσέγγιση του αυτή θα σημάδευε τελικά μια ολόκληρη εποχή, οδηγώντας με μαθηματική ακρίβεια στο διάγγελμα του Γιώργου Παπανδρέου στο Καστελόριζο. Βρήκε τόσους επίδοξους μιμητές και καλοθελητές διασποράς της, παγιώνοντας το φαινόμενο της διαφθοράς ως κυρίαρχη πολιτική σκέψη.

Το χρονικό του σκανδάλου

Στις 8 Μαΐου 1986, το φορτηγό πλοίο «Αλφονσίνα» κατέπλευσε στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης φορτωμένο με 9.000 τόνους καλαμποκιού, προερχόμενο από το Κόπερ της Γιουγκοσλαβίας. Όπως αποδείχθηκε το πλοίο εφοδιάστηκε με πλαστά έγγραφα, που έδειχναν ότι το καλαμπόκι είχε φορτωθεί στην Καβάλα και άρα ήταν ελληνικής προέλευσης και όχι γιουγκοσλαβικής.

«Βαφτίζοντας» το καλαμπόκι ελληνικό, οι εμπλεκόμενοι στη συναλλαγή θα απέφευγαν την πληρωμή της αντισταθμιστικής εισφοράς, ύψους 182 εκατομμυρίων δραχμών και επιπροσθέτως θα επωφελούντο από την υψηλή τιμή της πώλησης και την καταβολή κοινοτικών επιδοτήσεων. Άμεσα ζημιωμένη, όπως είναι προφανές, θα ήταν η σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση.

Δικαιούχος του φορτίου ήταν η ελληνική κρατική εταιρεία ITCO, της οποίας επικεφαλής ήταν ο εκ ιδρυτών του ΠΑΣΟΚ, Σούλης Αποστολόπουλος. Λίγες ημέρες αργότερα η ITCO πούλησε το επίμαχο φορτίο του καλαμποκιού στην ελβετική εταιρεία Granomar, συμφερόντων του Θεόδωρου (Ντόρη για τους φίλους του) Μαργέλλου, ενός επιχειρηματία με διασυνδέσεις στο χώρο του ΠΑΣΟΚ.

Η τελευταία με τη σειρά της το μεταπώλησε ως ελληνικό σε βελγική εταιρεία. Η δουλειά ωστόσο δεν είχε στηθεί καλά, αφενός μεν έμπαζε γραφειοκρατικά, αφετέρου δεν είχε ισχυρά στεγανά.

Μετά από καταγγελία που πιθανολογείται ότι έγινε στις Βρυξέλλες στις 17 Αυγούστου του ίδιου έτους, κλιμάκιο της ΕΟΚ έσπευσαν στην Ελλάδα για να ελέγξουν το βάσιμο της συναλλλαγής.

Οι ελληνικές αρχές διαβεβαίωσαν τους κοινοτικούς ελεγκτές ότι το καλαμπόκι ήταν ελληνικό, αλλά παράλληλα φρόντισαν να πλαστογραφήσουν μία σειρά από έγγραφα για να τους παραπλανήσουν.

Όλες οι ενέργειες ήταν εν γνώσει του αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών Νίκου Αθανασόπουλου, μέλος του πολυάριθμου «αρκαδικού λόμπι» του ΠΑΣΟΚ, προερχόμενου από τον εισαγγελικό κλάδο.

Ο Νίκος Αθανασόπουλος

Τον Οκτώβριο του 1986 το θέμα έφτασε στη Βουλή με επερώτηση που κατέθεσε η Νέα Δημοκρατία. Απαντώντας, ο τότε υφυπουργός Εμπορίου Χρήστος Φωτίου, διαβεβαίωσε τον επερωτώντα βουλευτή Γιώργο Παναγιωτόπουλο ότι μετά από έλεγχο που πραγματοποίησε, δεν προέκυψε κάποια εγκληματική πράξη, χαρακτηρίζοντας τις καταγγελίες συκοφαντίες.

Κατά την προσφιλή (αλλαζονική) τακτική των κυβερνητικών στελεχών, πέρασε μάλιστα στην αντεπίθεση. «Τι είναι αυτά που μας λέτε κύριε Παναγιωτόπουλε; Εμείς είμαστε Κίνημα, δεν είμαστε κόμμα, αυτά που μας λέτε για λαθρεμπόρια και για νοθείες, είναι του παρελθόντος».

Ένα μήνα αργότερα ωστόσο, η ελληνική Δικαιοσύνη επιλαμβάνεται της υπόθεσης, ύστερα από μήνυση αλλοδαπής εταιρείας. Η Κομισιόν από την πλευρά της πιέζει τη χώρα μας να της δώσει εξηγήσεις για το διαφαινόμενο σκάνδαλο. Η ελληνική κυβέρνηση δια στόματος του Υπουργού Εξωτερικών και μετέπειτα Προέδρου της Δημοκρατίας, Κάρολου Παπούλια, αρνείται και τότε η Κομισιόν προσφεύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο εναντίον της Ελλάδας.

Μάταια όμως περίμεναν τους εκπροσώπους της οι Κοινοτικοί στη δίκη της 9ης Μαΐου του 1989. Η Ελλάδα δικάσθηκε ερήμην και καταδικάστηκε, βγαίνοντας ζημιωμένη κατά 600.000.000 δραχμές!

Το καλοκαίρι του 1989, την εξουσία του ΠΑΣΟΚ διαδέχθηκε η κυβέρνηση Τζανετάκη -με τη σύμπραξη Νέας Δημοκρατίας και Συνασπισμού- και, αμέσως, βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας ασχολήθηκαν με την αποκάλυψη του σκανδάλου του γιουγκοσλαβικού καλαμποκιού.

Σε ψηφοφορία από την οποία απείχε το ΠΑΣΟΚ, η πρόταση για τη συγκρότηση προανακριτικής επιτροπής κατά του Νίκου Αθανασόπουλου, η οποία συστάθηκε 15 ημέρες μετά, με το ΠΑΣΟΚ να συμμετέχει στις διαδικασίες.

Στιγμιότυπο από την ψηφοφορία στη Βουλή για την παραπομπή του Νίκου Αθανασόπουλου

Ακολούθησε η παραπομπή του τέως αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών στο Ειδικό Δικαστήριο (Υπουργοδικείο), με κατηγορίες για ηθική αυτουργία σε έκδοση ψευδών βεβαιώσεων, χρήση πλαστού εγγράφου, και απλή συνέργεια σε νόθευση βιβλίων απόπλου-κατάπλου του λιμεναρχείου Καβάλας, όπως επίσης η συνεκδίκαση των μη πολιτικών που αναμείχθηκαν στο σκάνδαλο.

Στην απολογία του ενώπιον της Βουλής, ο Αθανασόπουλος ομολόγησε ότι αποφάσισε τη συγκάλυψη του σκανδάλου, μαζί με άλλους συναδέλφους του, τους οποίους δεν κατονόμασε, για λόγους… εθνικού συμφέροντος. Σε παρέμβασή του, ο Άκης Τσοχατζόπουλος υπογράμμισε ότι η όλη υπόθεση του καλαμποκιού «βγήκε στον αέρα» από τον ανταγωνισμό των πολυεθνικών εταιρειών, που έχουν συμφέροντα στη διακίνησή του.

Δεν ήταν όμως παρά μόνο ένα συντροφικό χτύπημα στον ώμο. Στις 11 Ιανουαρίου 1990 προφυλακίστηκε ο Σούλης Αποστολόπουλος και ακολούθησε στις 19 Φεβρουαρίου ο Νίκος Αθανασόπουλος.

Η δίκη ξεκίνησε το Μάιο του ίδιου έτους, με 7 κατηγορούμενους, μεταξύ των οποίων: οι δύο προφυλακισθέντες, δύο πρώην διευθυντές του Τελωνείου Καβάλας, ο πρώην προϊστάμενος του Τελωνείου Θεσσαλονίκης, ο πρώην διευθυντής πωλήσεων της ITCO, Δημοσθένης Δελχανίδης, και ο πρώην διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών, Θεόδωρος Αναγνωστόπουλος.

Την προεδρία είχε ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου -και, στη συνέχεια, υπηρεσιακός Πρωθυπουργός-, Ιωάννης Γρίβας. Το Δημόσιο παρέστη ως πολιτική αγωγή για το ποσό των 286.206.640 δραχμών, όση ήταν η βλάβη που υπέστη.

Την κατηγορία εκ μέρους της Βουλής υποστήριξαν οι βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας Αναστάσιος Καραμάριος και Κώστας Σαψάλης και ο προερχόμενος από το ΚΚΕ βουλευτής του Συνασπισμού Αντώνης Σκυλλάκος.

Παράλληλα, η χώρα μας παραπέμφθηκε από την Κομισιόν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για επιστροφές που ανέρχονταν στα 400 εκατ. δραχμές.

Αμυνόμενος, ο Νίκος Αθανασόπουλος επέδειξε ως λόγους της παραπομπής του σε δίκη την εμπάθεια της Νέας Δημοκρατίας -και, συγκεκριμένα, του Κωνσταντίνου Καραμανλή- προς το πρόσωπό του, λόγω του πλήγματος που επέφερε στο παρελθόν στην κυβέρνηση Καραμανλή η συμμετοχή του ως εισαγγελικός, στην αποκάλυψη του ακροδεξιού παρακράτους, μετά τη δολοφονία Λαμπράκη.

Δυόμισι μήνες και 54 συνεδριάσεις αργότερα, το Ειδικό Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση που επέβαλε φυλάκιση τριών ετών και έξι μηνών για εγκλήματα περί τα υπομνήματα στον Νίκο Αθανασόπουλο και τριών ετών και οχτώ μηνών στο Σούλη Αποστολόπουλο. Ο Δημοσθένης Δελχανίδης αθωώθηκε παμψηφεί, ενώ στους υπόλοιπους κατηγορούμενους επεβλήθησαν ποινές φυλάκισης με ανασταλτικό χαρακτήρα.

Στις 11 Αυγούστου, ημέρα έκδοσης της απόφασης, οπαδοί του ΠΑΣΟΚ είχαν πλημμυρίσει τον χώρο έξω από το Μέγαρο του Αρείου Πάγου, εκφράζοντας με ένταση και συγκίνηση την αποδοκιμασία τους για μια ετυμηγορία που -στα μάτια τους- καταδίκαζε έναν ήρωα, προς ικανοποίηση των εκδικητικών κινήτρων της Δεξιάς. Την ιαχή «Αίσχος, Αίσχος!» ακολούθησε το «Πότε θα κάνει ξαστεριά» κι εν τέλει ο Εθνικός Ύμνος…

Η καταδικαστική απόφαση οδήγησε τους οπαδούς του Αθανασόπουλου σε συμπλοκές με την αστυνομία στις 11 Αυγούστου του 1990

Ο Νίκος Αθανασόπουλος, ο οποίος απεβίωσε το 2016 σε ηλικία 93 ετών, ήταν το μοναδικό κυβερνητικό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ της περιόδου 1981-1989 που καταδικάστηκε και φυλακίστηκε (ο Μένιος Κουτσόγιωργας είχε προφυλακιστεί αλλά πέθανε από εγκεφαλικό πριν βγει απόφαση, ο Δημήτρης Τσοβόλας καταδικάστηκε σε εξαγοράσιμη ποινή και Γιώργος Πέτσος με αναστολή). Η εμπλοκή του στο σκάνδαλο ωστόσο ουδόλως αμαύρωσε την υστεροφημία του – μάλλον ήταν επωφελής κιόλας.

Τον Σεπτέμβριο του 1990, αν και εξέτιε την ποινή φυλάκισής του, εξελέγη στην Κεντρική Επιτροπή του ΠΑΣΟΚ στο 2ο Συνέδριο του κινήματος. Στις φυλακές Κορυδαλλού έμεινε τελικά μόνο για 19 μήνες, ενώ στις εκλογές του 1993, με τις οποίες επανήλθε το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, εξελέγη πανηγυρικά βουλευτής της Β’ Αθηνών με 116.474 σταυρούς!

Οι οπαδοί του Κινημάτος έβλεπαν στο πρόσωπο του έναν… οσιομάρτυρα. Τι να κάνει κι αυτό (το Κίνημα…), τον Ιανουάριου του 1994, υπερψηφίστηκε στη Βουλή – με πράσινη φυσικά πλειοψηφία – η απονομή χάριτος υπέρ του για το σκάνδαλο του καλαμποκιού.

Το ΠΑΣΟΚ είχε μολύνει τα χέρια του με ακόμη ένα σκάνδαλο. Αυτή τη φορά, όχι κλέβοντας, αλλά «νομιμοποιώντας» τους μελλοντικούς κλέφτες. Οι Βάρβαροι θα συνέχιζαν την κατανάλωση βελανιδιών για λίγα χρόνια ακόμα. Κάποια στιγμή όμως θα κατέβαιναν από τα… δέντρα για να ζητήσουν πίσω από δικαίους και αδίκους τα «κλοπιμαία». Υποκινουμένοι από μια άλλη ιστορική φράση, αυτή του Θεόδωρου Πάγκαλου.

«Μαζί τα φάγατε…»