Για δύο γενιές (και βάλε) το ακρωνύμιο ΑΡΚΑΣ υπήρξε σύμβολο της ευρηματικότητας, της τέχνης του ευφυολογήματος, του βιτριολικού χιούμορ και της πολυπλοκότητας έκφρασης, μέσω των «ηρώων» του. Από τον καθηλωτικό κυνισμό του μικρού σπουργίτη έως την παροιμιώδη αφέλεια του (ερωτοχτυπημένου με μια προβατίνα) καλού λύκου.
Η δημοφιλία του κορυφαίου κομίστα ξεπέρασε τα στενά ελληνικά όρια, μέσω της μετάφρασης και κυκλοφορίας των έργων του σε εννέα διαφορετικές γλώσσες. Η τεράστια απήχηση των χαρακτήρων του, οι οποίοι έγιναν μπλουζάκια, τσάντες, ρολόγια, ακόμα και τατουάζ, έγκειται στους περίτεχνους και ακραίους συμβολισμούς τους.
Αν όλοι μαζί δημιουργούσαν μια μικρή κοινωνία, θα έβρισκες εκεί κάθε καρυδιάς καρύδι. Βολεμένους, «θύματα», εξυπνάκηδες, ευσυνείδητους, λαμόγια. Καθένας (μας) έχει εντοπίσει μια πτύχη του χαρακτήρα του ή ακόμα… χειρότερα ένα ζώο που ξύπνησε μέσα του, στα σκίτσα του Αρκά.
Το χιούμορ είναι η βιτρίνα. Από πίσω υπάρχει μια ολόκληρη φιλοσοφία, η απόπειρα καταγραφής ενός κοντράστ κοινωνικών συμπεριφορών.
Από εκείνες τις ένδοξες μέρες έως τη σειρά «τα παιδικά χρόνια ενός πρωθυπουργού», υπάρχει ασφαλώς μια απόσταση. Η οπτική ματιά είναι πλέον στοχευμένη και ομολογουμένως όχι εξίσου εμπνευσμένη.
Για τους νυν επικριτές του κωμίστα αυτή η απόσταση είναι χαοτική και εδράζεται σε μια ανάγκη αμιγώς μισθοφορική. Κάθε νέο σκίτσο προκαλεί (εκτός από χιλιάδες βέβαια likes) και θύελλα αντιδράσεων στα social media, με τις απαραίτητες συνοδευτικές κατηγορίες του «έμμισθου κονδυλοφόρου».
Για όσους εξύμνησαν το επίπεδο της τέχνης του, η εικόνα με τα κάδρα του Τσε και του Πινόκιο στο δωμάτιο του εκκολαπτόμενου πρωθυπουργού, μοιάζει «ξένη» με την πένα του. Ομοίως και αυτή με τον τύπο ανάμεσα στους Μάο και Στάλιν, που εκφράζει τη στήριξη του στον Μαδούρο.
Δεν είναι μόνο ότι με το πολιτικό σχόλιο έχει αλλοιωθεί η ταυτότητα του δημιουργού όπως τον μυθοποιήσαμε, αλλά και ότι το επίπεδο της σάτιρας «αγγίζει» σε αρκετές περιπτώσεις τα όρια του λαϊκισμού.
Αυτό όμως που δικαιούμαστε να κρίνουμε όλοι οι υπόλοιποι είναι το αποτέλεσμα και όχι το κίνητρο. Για το αισθητικό του πράγματος ο καθένας μπορεί να έχει την άποψη του, για το λόγο όμως που επέλεξε να γυρίσει σελίδα και να πολιτικοποιήσει την έκφραση του, οι ισχυρισμοί περί «κομματόσκυλου», «φιλελέ» κ.λ.π. είναι τόσο αντικειμενικοί, όσο και… ανιδιοτελής η στήριξη των στελεχών των ΑΝΕΛ στην κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα.
Αν ο Αρκάς είχε ως επίκεντρο της κριτικής του τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης και όχι τον πρωθυπουργό, η συντριπτική πλειονότητα των επικριτών του θα εξακολουθούσε κατά πάσα βεβαιότητα να… θαυμάζει την οξυδέρκεια των σχολίων του.
Μόνο εικασίες μπορούν να γίνουν. Αν ο Αρκάς είναι νεοφιλελεύθερος και δεξιός, γιατί τόσα χρόνια δεν στηλίτευσε στα σκίτσα του τον λαϊκισμό του ΠΑΣΟΚ; Μήπως δεν είχε πεδίο δόξης λαμπρό να το κάνει; Το σενάριο να ανήκει ιδεολογικά στην (πάλαι ποτέ) Αριστέρα και να αντιδρά τώρα ως ένας εξαπατημένος του «ΟΧΙ» μοιάζει πιο λογικό. Άλλωστε, ιστορικά και κοινωνικά οι πιο δριμείς επικριτές καταλήγουν να είναι αυτοί που αισθάνονται «προδομένοι».
Έχω την αίσθηση ότι μια τέτοια διάθεση «φωτογράφισε» ο ίδιος μέσω της σελίδας του στο Facebook, όταν πριν από περίπου ένα χρόνο εκδηλώθηκαν οι πρώτες «φιλοκυβερνητικές» αντιδράσεις, με αφορμή τη σειρά σκίτσων του «Προφήτη».
«Ο Αρκάς θεωρεί ότι ο πολιτικός αμοραλισμός, ο κομματικός τυχοδιωκτισμός και η ανενδοίαστη εξαπάτηση υπήρχαν πάντα, άλλα έχουν φτάσει στον κολοφώνα τους μ’ αυτήν την κυβέρνηση, τόσο ώστε να τον αναγκάσουν να σχολιάσει αυτό που πάντα σιχαινόταν: την κεντρική πολιτική σκηνή».
Αν πράγματι πρόκειται περί αυτού, ναι, μπορούμε να κρίνουμε τη ρότα που πήρε η τέχνη του, οφείλουμε όμως να σεβαστούμε, χωρίς υστερίες και ακρότητες, το δικαίωμα του να εκφράσει τις απόψεις του, με τρόπο που μόνο ο ίδιος ξέρει να κάνει.