Δεν συγκρίνεται με κανένα: Ο λόγος που το βουβαλίσιο κρέας είναι πλέον το πιο περιζήτητο

Μια από πιο κλασικές περιπτώσεις εφαρμογής του «ό,τι πληρώσεις παίρνεις...»

Παρότι οι οικονομικές συνθήκες δεν είναι ευνοϊκές για την αύξηση της παραγωγής και της ζήτησης του, τον τελευταίο καιρό το κρέας του (και σε μικρότερο βαθμό το γάλα του) κερδίζει όλο και περισσότερο χώρο στις βιτρίνες των κρεωπολείων και τα ράφια των σούπερ μάρκετ.

Όσοι το έχουν δοκιμάσει ξέρουν ακριβώς περί τίνος πρόκειται και για ποιο λόγο η αξία του είναι περίπου τριπλάσια από ένα τυπικό κομμάτι μοσχαριού και περίπου μιάμιση φορά πάνω από το μπον φιλέ. Αρκεί βέβαια να έχουν γευτεί κανονικό βουβάλι και όχι το κρέας που κάποιοι επιτήδειοι έχουν βαφτίσει βουβάλι για κερδοσκοπικούς λόγους.

«Δυστυχώς πωλείται χύμα εισαγόμενο βουβαλίσιο κρέας, αμφιβόλου ποιότητας και προέλευσης, με αποτέλεσμα να δέχομαι καθημερινά τηλεφωνήματα καταναλωτών από όλη την Ελλάδα, που παραπονιούνται για το προϊόν που αγόρασαν προς κατανάλωση», έχει δηλώσει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Ζέλιος Μπόρας, επικεφαλής της μοναδικής μονάδας επεξεργασίας, τυποποίησης και συσκευασίας βουβαλίσιου κρέατος στην Ελλάδα («Μπόρας»), που λειτουργεί αποκλειστικά και μόνο με προϊόν του συνεταιρισμού βουβαλοτρόφων Ελλάδας.

 Οι περισσότεροι δεν το γνωρίζουν, αλλά η βουβαλοτροφία στην Ελλάδα έχει μια σχετική ιστορία. Τη δεκαετία του ’50 εκτρέφονταν στη χώρα (αποκλειστικά στη Μακεδονία και τη Θράκη) περί τα 75.000 ζώα.

Τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 όμως οι Έλληνες εγκατέλειψαν μαζικά την ενασχόληση με την γη και την κτηνοτροφία καθώς ήταν η περίοδος της έντονης μετανάστευσης. Αυτό σε συνδυασμό με την μείωση των εκτάσεων που έβοσκαν οι νεροβούβαλοι, αλλά και η προτίμηση των κτηνοτρόφων σε άλλα είδη – λόγω της άγνοιας του καταναλωτικού κοινού για τα οφέλη του βουβαλίσιου κρέατος – είχαν σαν αποτέλεσμα να μειωθεί δραματικά ο πληθυσμός τους. Το 1992 είχαν μείνει στη χώρα μόνο 600 βουβάλια.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’90 οι εναπομείναντες πληθυσμοί εντάχθηκαν σε ένα πρόγραμμα διατήρησης ως σπάνια φυλή αγροτικών ζώων που κινδυνεύει με εξαφάνιση κι από τότε ο πληθυσμός τους άρχισε να ανακάμπτει.

Σήμερα, υπάρχουν περίπου 3200 νεροβούβαλοι σε όλη την Ελλάδα, εκ των οποίων οι 2.500 πέριξ της λίμνης Κερκίνης, στο νομό Σερρών. Από εκεί προέρχονται και όλα τα ζώα που μετακινήθηκαν πανελλαδικά.

Το δύσκολο με την εκτροφή τους είναι ότι τα βουβάλια δεν μπορούν να ζήσουν στην αιχμαλωσία. Ζουν και μεγαλώνουν σε φυσικές συνθήκες – δεν σταβλίζονται – και είναι πάντα ελευθέρας βοσκής. Τρέφονται με νεραγριάδα καλαμιώνες και με όλα τα αυτοφυή φυτά της περιοχής όπου διαβιώνουν, καθώς και με καλαμπόκι, τριφύλλι και άχυρο. Αυτό σημαίνει ότι δεν τους χορηγούνται ορμόνες, φάρμακα η αντιβιοτικά, κάτι που διασφαλίζει το έτσι κι αλλιώς πολύ υψηλής διατροφικής αξίας προϊόν που παράγουν.

Τα βουβάλια λατρεύουν το νερό, είναι οι καλύτεροι κολυμβητές στο είδος τους και η φήμη τους ως ιδιαίτερα ανθεκτικά και ευπροσάρμοστα ζώα ανακάμπτει τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα. Κυρίως μετά την ίδρυση του Κτηνοτροφικού Συνεταιρισμού Βουβαλοτρόφων Ελλάδος (2004), που έδωσε νέα ώθηση στην εκτροφή του σπάνιου αυτού ζώου.

Η λίμνη Κερκίνης είναι προστατευόμενη διεθνούς σημασίας (Σύμβαση Ramsar) και εντάσσεται στο ευρωπαϊκό οικολογικό δίκτυο «NATURA 2000». Σύμφωνα με το πρόγραμμα Αγροτικής Ανάπτυξης 2007-2013 και τη Δράση «Διατήρηση απειλούμενων αυτόχθονων φυλών αγροτικών ζώων», ο ελληνικός νεροβούβαλος ανήκει στις επιλέξιμες φυλές και επιδοτείται η (εξαιρετικά κοστοβόρα βέβαια) εκτροφή του.

Το βασικό για τους λίγους, αλλά με προοπτικές εξέλιξης πλέον, βουβαλοτρόφους της Ελλάδας είναι να μάθει ξανά ο κόσμος ότι πρόκειται για το πιο υγιεινό από όλα τα κόκκινα (και όχι μόνο) κρέατα. Είναι πλούσιο σε σίδηρο και έχει υψηλή περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη, χαμηλά λιπαρά, λίγες θερμίδες και την μικρότερη χοληστερόλη.

Τα 100 γρ. βουβαλίσιου περιέχουν µόλις 130 θερμίδες, όταν η αντίστοιχη ποσότητα του βοδινού έχει 260-300 θερμίδες, του αρνιού 241 και της γαλοπούλας 323, ενώ ο σίδηρός του είναι στο 2-3%, όταν στο μοσχάρι φτάνει μόλις στο 0,3%.

Όσο για το βουβαλίσιο γάλα, περιέχει 58% περισσότερο ασβέστιο και 40% περισσότερες πρωτεΐνες από το αγελαδινό και το κατσικίσιο. Επιπλέον έχει χαμηλότερα επίπεδα χοληστερόλης και υψηλότερα ασβεστίου, μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε σίδηρο, φώσφορο, βιταμίνη Α και πρωτεΐνες. Η αντιοξειδωτική του δράση είναι μεγαλύτερη από άλλα είδη γάλακτος και περιέχει περισσότερες βιταμίνες, όπως θειαμίνη, ριβοφλαβίνη και Β12.

Πέρα από μπριζόλες και επιλεγμένα κομμάτια κρέατος, η μονάδα επεξεργασίας «Μπόρας» παράγει σαλάμι, καβουρμά, σουτζουκάκια, λουκάνικο και μπιφτέκια, τα οποία βρίσκουμε όλο και περισσότερο στα καταστήματα εμπορίας burger.

Από το γάλα του βουβάλου παράγεται ποικιλία προϊόντων, όπως γιαούρτι, διάφορα είδη τυριών και παγωτό. Είναι ιδιαίτερα κατάλληλο για επεξεργασία επειδή έχει μεγαλύτερη πυκνότητα και προσφέρεται για τυροκόμηση, ακόμη και σε οικογενειακής μορφής εκμεταλλεύσης. Θεωρείται ότι από αυτό φτιάχνεται η καλύτερη μοτσαρέλα, ενώ ιδιαίτερη γεύση δίνει στο ρυζόγαλο το καζάν ντιπί και σε διάφορες κρέμες.

Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, σε μια εποχή που όλα στην Ελλάδα θυμίζουν κινούμενη άμμο, η εκτροφή του νεροβούβαλου φαίνεται ότι έχει μέλλον, με την είσοδο σε αυτήν όλο και περισσότερων νέων ανθρώπων.

Βασικό μέλημά τους είναι η ενημέρωση του κοινού για τα οφέλη της κατανάλωσης βουβαλίσιου κρέατος και γάλακτος. Όταν κερδηθεί αυτό το στοίχημα, θα κατανοήσει ο Έλληνας καταναλωτής ότι και σε αυτή την περίπτωση ισχύει το «ό,τι πληρώσεις, παίρνεις».