Όταν ο Γιώργος Ζαμπέτας στις αρχές της δεκαετίας του ’70 τραγουδούσε το «Πού ‘σαι Θανάση», συνήθως στα ρεφρέν είχε τη… συνοδεία ολόκληρου του μαγαζιού που αναρωτιόταν μαζί με τον μεγάλο λαϊκό μουσουργό πού είχε χαθεί αυτή η… ψυχή, εικάζοντας ότι επρόκειτο για κάποιο υπαρκτό πρόσωπο.
Και η αλήθεια είναι ότι όσο ο καιρός περνούσε και τα στόματα των δημιουργών σχετικά με την ταυτότητά του παρέμεναν ερμητικά κλειστά, τόσο φούντωναν και τα σενάρια για το ποιος πραγματικά ήταν αυτός ο Θανάσης.
Το γεγονός ότι το κομμάτι έγινε επιτυχία όταν στην Ελλάδα υπήρχε δικτατορία δεν βοηθούσε ιδιαίτερα στην διαλεύκανση του… μυστηρίου και –τελικά- η φήμη που κυκλοφόρησε και θεωρήθηκε ότι ανταποκρίνεται στην αλήθεια, έλεγε ότι ο Θανάσης ήταν ένας παλιός θαμώνας των κέντρων στα οποία τραγουδούσε ο Ζαμπέτας, ο οποίος κάποια στιγμή εξαφανίστηκε μυστηριωδώς, αφήνοντας τον θρυλικό Γιώργο να αναρωτιέται για την τύχη του και να τον ψάχνει, μέχρι που ο πόνος του μισεμού να γίνει το γνωστό σε εμάς σήμερα τραγούδι.
Ωστόσο η αλήθεια είναι εντελώς διαφορετική. Ο Θανάσης δεν ήταν ούτε κάποιος παλιόφιλος από το μακρινό παρελθόν, ούτε κάποιος θαμώνας. Για την ακρίβεια δεν ήταν καν κάποιο πρόσωπο. Θανάσης υπήρχε μεν, αλλά δεν ήταν άνθρωπος.
Και εάν ήταν γνωστή η ιστορία που αποκαλύφθηκε αργότερα, είναι βέβαιο πως ορισμένοι θα τραγουδούσαν με ακόμη πιο δυνατή φωνή τους… αποκωδικοποιημένους στίχους του, ενώ άλλοι δεν θα το έπιαναν ξανά στο στόμα τους…
Η πατρότητα των στίχων –και κατά συνέπεια του Θανάση- ανήκει στον συγχωρεμένο τον Μπάμπη Βασιλειάδη. Έναν Μικρασιάτη που ερχόμενος στην Ελλάδα, μαθήτευσε στην Λεόντειο Σχολή και αργότερα εργάστηκε ως μεταφραστής, καθώς μιλούσε αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά και γερμανικά, πράγμα αδιανόητα σπουδαίο για την εποχή.
Πέρα από την δουλειά του όμως, ο Βασιλειάδης είχε κι εκείνος το μεράκι του ρεμπέτικου. Του περιθωριακού και κατά περιόδους ημιπαράνομου και παράνομου (επί Μεταξά) είδους τραγουδιού, με την ιδιαίτερη θεματολογία του, συνήθως συνυφασμένη με τους χασικλήδες της εποχής. Ήταν τα χρόνια των τεκέδων, των χασισοποτών, και των μαγκών που μεσουρανούσαν στα υπόγειά τους, αλλά δεν γινόταν αποδεκτοί από τους υπόλοιπους, τους «καθώς πρέπει» πολίτες.
Όσο τρελό κι αν μοιάζει, ο «Θανάσης» δεν ήταν τίποτα άλλο εκτός από τον αργιλέ για χασίς!
Τον Μπάμπη Βασιλειάδη ελάχιστοι τον γνώριζαν με το όνομά του. Για τους περισσότερους ανθρώπους του χώρου ήταν ο «Τσάντας». Ένα παρατσούκλι που του είχε κολλήσει ως… νονός ο Στράτος Παγιουμτζής. Ο Βασιλειάδης είχε έναν χαρτοφύλακα, στον οποίο πέρα από τις μεταφράσεις του και τα έγγραφα του Υπουργείου Ναυτιλίας στο οποίο εργαζόταν, κουβάλαγε και τα τραγούδια του. Ως στιχουργός είχε γράψει αναρίθμητα κομμάτια τα οποία περιέφερε από μαγαζί σε μαγαζί, από καταγώγιο σε καταγώγιο, και τα πουλούσε (συνήθως σε πολύ χαμηλές τιμές) ή και απλά χάριζε στους ρεμπέτες εκείνων των χρόνων, με την ελπίδα ότι θα γινόταν διάσημος και πλούσιος.
Ο Θανάσης ήταν ένα δικό του τραγούδι. Ο «Τσάντας» το έγραψε λίγο πριν φύγει από την ζωή (το 1972) και αναπολούσε τα χρόνια της «δόξας» του. Την εποχή που και ο ίδιος σύχναζε στα μέρη που έβγαιναν οι αργιλέδες και ρουφώντας οι ρεμπέτες μιλούσαν μέσα από τα τραγούδια για τα βάσανά τους. Ο απαγορευμένος αργιλές στη δική τους αργκό λεγόταν αλλιώς «καλάμι», «μάπα» ή «Θανάσης»!
Προς το τέλος της ζωής του ο «Τσάντας» έγραψε εκείνο το κομμάτι, λοιπόν, επιχειρώντας μια βουτιά στον χρόνο, θέλοντας να πάρει σβάρνα, όπως έλεγε, όλες τις συνοικίες και να βρει εκείνο το απόμερο, σχεδόν αποκλειστικά για άντρες, σημείο όπου θα μπορούσε ξανά να απολαύσει τις γεύσεις, τις μυρωδιές και τις πενιές της νιότης του.
Λίγο πριν τον θάνατό του, ο Μπάμπης Βασιλειάδης εξέφρασε την επιθυμία του να πει αυτό το τραγούδι ο Γιώργος Ζαμπέτας, με τον οποίο είχαν συνεργαστεί και στο παρελθόν. Όπως και τελικά έγινε. Τώρα, κάθε φορά που θα ακούμε το «Πού ‘σαι Θανάση», θα ξέρουμε…