Συνήθως η έκφραση «βούλιαξε το νησί» έχει θετικό χαρακτήρα. Συνοδεύεται από πλατιά χαμόγελα και φανερώνει την ικανοποίηση όσων ασχολούνται με τον τουρισμό για τον αριθμό των αφίξεων που στηρίζουν την «βαριά βιομηχανία» (αν και μιλάμε στην πραγματικότητα για τομέα υπηρεσιών) της χώρας.
Ωστόσο, όπως συμβαίνει με τόσα και τόσα στη χώρα μας, τα στρεβλά πρότυπα ανάπτυξης και η λανθασμένη προσέγγιση του τι σημαίνει «υπηρεσίες φιλοξενίας», απειλούν να προκαλέσουν ασφυξία στις τοπικές κοινωνίες ή (για να μείνουμε σε πνεύμα… βουλιάγματος) να οδηγήσουν σε «ναυάγια».
Ο τουρισμός είναι για την Ελλάδα περίπου ό,τι ο Τιτανικός για την ιστορία της ναυσιπλοΐας. Εξαιρετικά εντυπωσιακός ως μέγεθος, με παροχές για όλα τα γούστα και τα πορτοφόλια, αλλά ιδιαίτερα ευάλωτος σε πάσης φύσεως «παγόβουνα» θα βρεθούν στον δρόμο του, την ίδια στιγμή που πολλοί από τους επαγγελματίες του χώρου συνεχίζουν να συμπεριφέρονται με την βεβαιότητα των κατασκευαστών του πλοίου ότι δεν θα βυθιζόταν ποτέ, ενώ οι ενδείξεις παραμένουν εναντίον του και προμηνύουν μια ενδεχόμενη καταστροφή, την έκταση της οποίας ουδείς είναι σε θέση να γνωρίζει.
Μια περιήγηση στους λεγόμενους «δημοφιλείς προορισμούς» αρκεί για να αποδείξει του λόγου το αληθές και να καταδείξει το πόσο στραβά δομήθηκε και συνεχίζει να δομείται ο τομέας του τουρισμού μας, που συχνά οδηγεί σε παράπλευρες «απώλειες» οι οποίες τον απειλούν περισσότερο από όσο φανταζόμαστε.
Για δεκαετίες το πρόβλημα επικεντρωνόταν στην άναρχη, άνευ μελέτης, κατασκευή ακαλαίσθητων ξενοδοχείων και καταλυμάτων αμφιβόλου ποιότητας, τα οποία απολύτως φυσιολογικά, προσέλκυαν επισκέπτες ανάλογης αισθητικής και οικονομικής δυνατότητας. Παράλληλα σε αυτές τις περιοχές το πρόβλημα δεν περιοριζόταν στους… πτωχούς τουρίστες, αλλά επεκτεινόταν και στις ίδιες τις κοινωνίες και το φυσικό περιβάλλον, του οποίου η ασύδοτη εκμετάλλευση χτύπαγε κόκκινο κάθε φορά που χτιζόταν ένα ξενοδοχείο σε περιοχές δίχως βιολογικούς βόθρους, χωρίς ολοκληρωμένα συστήματα αποχέτευσης, άνευ πρόνοιας για το τι θα συμβεί με τον όγκο των σκουπιδιών που πολλαπλασιαζόταν τους θερινούς μήνες ή με το νερό να τρέχει από τις βρύσες με το σταγονόμετρο.
Αν στα παραπάνω προσθέσεις και το «αιώνιο» θέμα της ακτοπλοϊκής σύνδεσης των νησιών της Ελλάδας, τις καθυστερήσεις, τις ουρές για ένα εισιτήριο, τις αναβολές στις αναχωρήσεις, τις ματαιώσεις απόπλων κλπ (βλέπε Σαμοθράκη), συνθέτεις την εικόνα που αντικρίζει ο αλλοδαπός επισκέπτης και την πραγματικότητα που βιώνει κατά την διάρκεια της παραμονής του. Οι αδιανόητης ομορφιάς παραλίες μας και η… famous greek hospitality είναι δίχως αμφιβολία σοβαρά πλεονεκτήματα αλλά δεν θα μπορούν για πάντα να ισοσκελίζουν την έλλειψη υποδομών που κάνουν την διαμονή οποιουδήποτε καλύτερη.
Ακόμη και σε περιοχές που κατόρθωσαν να αντισταθούν σε μεγάλο βαθμό στην λογική του γρήγορου και εύκολου κέρδους και μπόρεσαν να διατηρήσουν το χρώμα και τη φυσιογνωμία του αποκτώντας ένα συγκριτικό πλεονέκτημα και μετατράπηκαν σε σύγχρονες «τουριστικές Μέκκες» (συγγνώμη για τον πληθυντικό), τα πράγματα πήραν μια περίεργη τροπή, με την ίδια την ανάπτυξη να απειλεί ξανά τον… εαυτό της! Η περίπτωση της Σαντορίνης είναι απολύτως ενδεικτική. Το πιο φωτογραφημένο ηλιοβασίλεμα του πλανήτη έφερε πολύ χρήμα, αλλά μοιάζει να γυρίζει μπούμερανγκ με έναν αδιανόητα παράξενο τρόπο.
Την τελευταία πενταετία ο αριθμός των αφίξεων και των διανυκτερεύσεων έχει εκτοξευθεί, σημειώνοντας μια τρομερή αύξηση της τάξεως του 66%! Με την διαφορά ότι αυτή η άνοδος δεν αποτελεί μόνο ευτυχία, αλλά μετατρέπεται σε «κατάρα» για τους κατοίκους (σήμερα) και τους επαγγελματίες που ζουν από τον τουρισμό (αύριο). Βέβαια, η κοντόφθαλμη λογική με την οποία αντιμετωπίζουμε συνήθως τα πράγματα δεν μας επιτρέπει να αντιληφθούμε ότι το αύριο είναι πολύ πιο κοντινό από όσο νομίζουμε.
Οι μόνιμοι κάτοικοι, οι οποίοι αποτελούν μειονότητα και μάλιστα ισχνή, υποφέρουν από την εντατικοποίηση των υπηρεσιών φιλοξενίας, χάνουν την ποιότητα ζωής τους και με τα περισσότερα από τα εκατομμύρια επί εκατομμυρίων που έρχονται να καταλήγουν σε συγκριτικά λίγες τσέπες, στο τέλος μένουν μόνοι με τα προβλήματά τους. Και όπως είναι φυσικό, αντιδρούν. Ίσως, μάλιστα, όχι τόσο έντονα όσο θα έπρεπε. Είναι αδιανόητο σε νησιά που δέχονται τόσους επισκέπτες να μην έχουν χτιστεί -ανταποδοτικά- νοσοκομεία και κέντρα υγείας, να μην έχει λυθεί το πρόβλημα της υδροδότησης, να μην μπορεί να χρηματοδοτηθεί ένα πρόγραμμα κατασκευής υποδομών που θα μείνουν στον τόπο ακόμη και όταν αποχωρήσουν οι τουρίστες.
Στην Ταϊλάνδη, ναι εκεί στην Ασία, οι Αρχές πήραν μια απόφαση που για εμάς μοιάζει τρελή, αλλά στην πραγματικότητα φανερώνει πως οι άνθρωποι –σε αντίθεση με εμάς- έχουν ένα πλάνο. Επέκτειναν την απαγόρευση επίσκεψης σε δημοφιλή θέρετρα προκειμένου να μην επιβαρυνθούν παραπάνω. Σκέφτονται ότι (ακόμη) δύο χρόνια του ban δεν είναι τίποτα μπροστά στο μέλλον που θα ακολουθήσει. Την ίδια ώρα στην Ελλάδα απλά τρέμουμε μπας και κανένας σεισμός εξαφανίσει κάποια από τις ωραιότερες παραλίες του κόσμου (π.χ σε Κεφαλλονιά ή Ζάκυνθο) και μαζί με αυτές και εκατοντάδες ανθρώπους…