Μίκης Θεοδωράκης και Γρηγόρης Μπιθικώτσης υπήρξαν ένα δίδυμο – σταθμός στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού, χωρίζοντας την τέχνη της μελοποίησης μεγάλων ποιητών στο πριν και το μετά.
Το αποτέλεσμα άγγιξε την τελειότητα σε επίπεδο σύνθεσης και ερμηνείας, καθώς ο κορυφαίος συνθέτης βρήκε στην «ξύλινη φωνή» του χαρισματικού τραγουδιστή τον ιδανικό εκφραστή του Επιτάφιου, της Ρωμιοσύνης, του Άξιον Εστί και του Αρχιπελάγους μεταξύ άλλων.
Οι δυο τους γνωρίστηκαν κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου στη Μακρόνησο, όπου ο Μπιθικώτσης υπηρετούσε ως στρατιώτης μεταγωγών και ο Θεοδωράκης είχε εξοριστεί λόγω πολιτικών φρονημάτων.
«Στην Μακρόνησο, έκανα κάποια μέρα πρόβα με την ορχήστρα μου στο τραγούδι του Μητσάκη «Το φανταράκι» και κάπου ήθελε ένα ακόρντο. Τους είπα: «εδώ φα». Και πετάγεται ένα παιδί που ήταν ξαπλωμένο μ’ ένα βιβλίο στο χέρι και λέει: «Φα, πάει καλύτερα». Και τον ρωτάω: «Τι δουλειά κάνεις εσύ ρε φίλε; Με τι ασχολείσαι;» Και μου απαντά: «Σπουδάζω μουσική», έχει διηγηθεί ο Μπιθικώτσης, ο οποίος είχε δημιουργήσει τότε τη λαϊκή ορχήστρα Μακρονήσου και έγραφε τα πρώτα τραγούδια του, τα οποία αργότερα θα γινόντουσαν μεγάλες επιτυχίες.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’50 ο Μίκης Θεοδωράκης επιστρέφει στην Ελλάδα, από τη Γαλλία στην οποία έχει φύγει για μουσικές σπουδές. Τον Αύγουστο του ‘60, ηχογραφεί τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου σε δυο εκτελέσεις. Στην πρώτη, την ενορχήστρωση κάνει ο Μάνος Χατζιδάκις και τραγουδά η Νανά Μούσχουρη. Ο Θεοδωράκης δεν μένει απόλυτα ικανοποιημένος και ηχογραφεί ξανά το έργο, επιλέγοντας τον Γρηγόρη Μπιθικώτση για την ερμηνεία. Η μουσική συνάντηση δύο γιγάντων είναι γεγονός. Και τα επόμενα χρόνια θα κλιμακωθεί και θα εκδηλωθεί με τρόπο που ποτέ έως τότε δεν είχε «γνωρίσει» το ελληνικό τραγούδι.
Η σχέση των δύο ανδρών όμως δοκιμάστηκε σε βαθμό ολικής ρήξης τα χρόνια της χούντας. Αφορμή ένα όχι και τόσο γνωστό στο ευρύ κοινό περιστατικό, που είχε ως αποτέλεσμα να καταφερθεί με πολύ σκληρά λόγια ο Θεοδωράκης κατά του Μπιθικώτση.
Όσο κι αν φαίνεται περίεργο, δεν ήταν μόνο ο Θεοδωράκης αλλά και το δικτατορικό καθεστώς που βρήκε στο πρόσωπο του Μπιθικώτση τον… τέλειο ερμηνευτή. Ενώ τα τραγούδια και η μουσική του «κομμουνιστού» συνθέτη απαγορεύτηκαν μετά το πραξικόπημα, με διάταγμα του Οδυσσέα Αγγελή, ο Μπιθικώτσης κλήθηκε τον Ιούλιο του ’67 από το καθεστώς να ερμηνεύσει τον ύμνο της χούντας.
Ο πρώην στενός συνεργάτης του έκανε ό,τι μπορούσε για να το σταματήσει. Λίγους μήνες αφότου δεν αποφεύχθηκε το γεγονός, είδε το φως της δημοσιότητας η επιστολή που έστειλε ο Θεοδωράκης στον Μπιθικώτση, με την οποία τον «ικέτευε» να αρνηθεί την πρόταση των Συνταγματαρχών.
«Γρηγόρη. Διάβασα με κατάπληξη ότι πρόκειται να τραγουδήσεις στα Δειλινά τον “Ύμνο της Επαναστάσεως”. Νομίζω ότι είσαι αρκετά μεγάλος για να καταλαβαίνεις τι πρόκειται να κάνεις. Πόσες ευθύνες επωμίζεσαι και σε τι σοβαρούς κινδύνους μπαίνεις. Κάθισε σπίτι σου με αξιοπρέπεια. Μην γκρεμίζεις, με μια κλωτσιά, αυτό που χτίσαμε μαζί τόσα χρόνια. Μην ακούς τους κερδοσκόπους και τους προσκυνημένους. Μη ρίχνεις στον βούρκο το όνομά σου και το όνομα των παιδιών σου, που σε λίγο θα ντρέπονται για σένα.
Κάνε τον άρρωστο. Φύγε για το εξωτερικό. Εκεί μπορείς ν’ αρχίσεις μια καινούργια καριέρα. Η Μελίνα σε περιμένει. Γιατί αν εσύ, ο Μπιθικώτσης, το πρωτοπαλίκαρο του Θεοδωράκη, γίνεις επίσημος τραγουδιστής της Δικτατορίας, τραγουδώντας αυτό το άθλιο κατασκεύασμα, θα πρέπει να ξέρεις, ότι θα γίνεις ο πιο αχάριστος και τιποτένιος προδότης που γέννησε ο Λαός μας. Στο όνομα της φιλίας μας και για χάρη της γυναίκας σου, των παιδιών σου και όλων των αμέτρητων φίλων μας, σε ικετεύω να μ’ ακούσεις για τελευταία φορά. Μετά την Πέμπτη θα είναι αργά. Πάρα πολύ αργά»….
Ο Μπιθικώτσης δεν τον άκουσε. Στις 13 Ιουλίου του ‘67, στο κέντρο Δειλινά της Γλυφάδας, τραγούδησε μαζί με τη Βίκυ Μοσχολιού, σε πρώτη εκτέλεση, το καθεστωτικό άσμα:
«Μέσα στ’ Απρίλη τη γιορτή, το μέλλον χτίζει η νιότη, αγκαλιασμένη, δυνατή, μ’ εργάτη, αγρότη, φοιτητή και πρώτο τον στρατιώτη. Τραγούδι αγάπης αντηχεί, γελούν όλα τα χείλη, Και σμίγουν μέσα στην ψυχή του Εικοσι-ένα η εποχή κι η Εικοσι-μιά τ’ Απρίλη…»
Η αιτιολογία του Μπιθικώτση ήταν ότι δεν άντεχε την εξορία σε μια περίοδο που η ζωή του είχε στρώσει, μετά από πολλές δεκαετίες ταλαιπωρημένου βίου. Προερχόταν πράγματι από πολύ φτωχή οικογένεια και εν τέλει δεν χρειάστηκε ποτέ να λογοδοτήσει για την επιλογή του. Δεν κατηγορήθηκε ποτέ από κανέναν και φυσικά μόνο ως «προδότης» δεν έμεινε στην ιστορία.
Πιθανώς ρόλο σε αυτό να έπαιξε και το κολοσσιαίο αποτύπωμα που άφησε στο ελληνικό πεντάγραμμο. Εκτός από τις ανυπέρβλητες ερμηνείες του, συνέθεσε πάνω από 200 τραγούδια, μεταξύ των οποίων τεράστιες επιτυχίες όπως «Του Βοτανικού ο μάγκας», «Σε τούτο το στενό», «Ένα όμορφο αμάξι με δυο άλογα», «Επίσημη αγαπημένη», «Τρελοκόριτσο» και «Στου Μπελαμή το ουζερί».
Άλλωστε, ο ίδιος ο Θεοδωράκης ανέλαβε να αποκαταστήσει πλήρως το όνομα του στη μεταπολίτευση. Το «ντούετο» έσμιξε ξανά και η συνεργασία αναβίωσε, αφήνοντας πίσω της αξέχαστες αναμνήσεις από κάποιες ιστορικές συναυλίες.
Ακόμα και αν η συνείδηση του Μπιθικώτση τον βασάνιζε για την απόρριψη εκείνης της επιστολής του Θεοδωράκη, στην τελευταία συναυλία της ζωής του το όποιο «τραύμα» επουλώθηκε οριστικά. Ήταν μία από τις τελευταίες με την παρουσία του τεράστιου ερμηνευτή, στις 11 Μαρτίου του 2002 στο ΣΕΦ, όταν ο θρύλος της ελληνικής μουσικής υποκλίθηκε στο μέγεθος του Μπιθικώτση, λίγα λεπτά μετά την τελευταία ζωντανή ηχογράφηση τραγουδιού του με τη φωνή του.
«Εγώ από την πρώτη στιγμή που γνώρισα τον Μπιθικώτση, τον αγάπησα και τον θαύμασα. Πέρασαν από τότε πάνω από πενήντα χρόνια και εξακολουθώ να τον αγαπώ και να τον θαυμάζω. Και όταν ήρθαν εκείνα τα δύσκολα χρόνια-πέρασαν πολλά χρόνια που ούτε ραδιόφωνο δεν έπαιζε Μπιθικώτση, καμιά τηλεόραση δεν έλεγε για Μπιθικώτση, καμιά εφημερίδα δεν έλεγε για Μπιθικώτση- εγώ εξακολουθούσα να τον θαυμάζω και να τον αγαπώ. Και θέλω σήμερα , μπροστά σε όλους σας, να του πω εδώ , για άλλη μια φορά:
Σ’ ευχαριστώ Γρηγόρη γιατί ομόρφυνες την Ελληνική Μουσική μας, σ’ ευχαριστώ Γρηγόρη, γιατί ομόρφυνες την Ελληνική Ποίησή μας και σ’ ευχαριστώ Γρηγόρη, γιατί ομόρφυνες την Ελληνική Ζωή μας. Ευχαριστώ…».