Μπορεί να μην θέλεις να το παραδεχθείς, αλλά συμβαίνει.
Όσο περνάνε τα χρόνια, τόσο πυκνώνουν οι ενδείξεις ότι μεγαλώνεις:
Εκνευρίζεσαι ευκολότερα, τα μαλλιά σου γκριζάρουν (ή αρχίζουν να σ’ εγκαταλείπουν), θεωρείς υπέροχη ψυχαγωγία για το σαββατόβραδο το «στην υγειά μας, ρε παιδιά».
Υπάρχει όμως και μια ακόμα βασική ένδειξη ότι πλησιάζεις πλέον στο να γίνεις γεροντάρα.
Θυμάσαι, έχεις χρησιμοποιήσει και μπορείς να εξηγήσεις κλασικές εκφράσεις τις δεκαετίας του ’90.
Τόσο απαρχαιωμένες και «παρκαρισμένες» πλέον στο παρελθόν, που αν τις ξεστομίσεις σε κανένα 16χρονο, θα σε κοιτάζει σαν εξωγήινο.
Όπως, για παράδειγμα, τις εξής:
«Μου ‘φυγε ο τάκος»
Κάποτε όταν πάρκαρες σε ανηφόρα ο τάκος σου ‘δινε ασφάλεια. Αυτό το τριγωνικό κομμάτι ξύλου -που έμπαινε στη ρόδα για να εξασφαλίσει ότι ακόμα κι αν λυθεί το χειρόφρενο το αμάξι σου δεν θα πάρει αμπάριζα τους πάντες- σε άφηνε να κοιμάσαι ήσυχος. Γι’ αυτό όταν σου τύχαινε κάτι ανάποδο απ’ αυτό το αίσθημα σιγουριάς (έκπληξη, φόβος, ανασφάλεια) σου χρησίμευε ως μεταφορά: Για να εξηγήσεις, με την απαραίτητη προσφώνηση «δικέ μου», ότι «μου ‘φυγε ο τάκος».
«Κόλλησε η βελόνα»
Μια ακόμα μεταφορά που βασίζεται σε κάτι το οποίο πιθανότατα αγνοεί η πλειοψηφία των πιτσιρικάδων σήμερα: Στο πικάπ! Όλες οι γεροντάρες που χρειαζόμασταν κάποτε αυτό το εργαλείο για ν’ ακούσουμε μουσική θυμόμαστε τη συχνότερη δυσλειτουργία του: Να κολλήσει η βελόνα και μαζί της ο καλλιτέχνης στον ίδιο στίχο ξανά και ξανά. Οπότε δεν ήθελε και πολύ για να μείνει ως έκφραση που περιγράφει συνεχή (και εκνευριστική) επανάληψη του ίδιου πράγματος.
«Έτζασα» (εκ του «τζάω»)
Εδώ μιλάμε για σκληρότερη αργκό. Γιατί αν τα προηγούμενα μπορείς (ακόμα κι αν δεν τα γνωρίζεις) να τα καταλάβεις από τα συμφραζόμενα, εδώ πρέπει να είσαι μυημένος. Διότι δεν είναι σαφής η ετυμολογική του προέλευση, αλλά ήταν σαφέστατο αυτό που εννοούσε το συγκεκριμένο ρήμα. Χρησιμοποιούμενο λοιπόν τις περισσότερες φορές στον αόριστο, εξηγούσε ότι έχεις ήδη φύγει, ότι «την κάνεις», ότι «σπας», όπως θα έλεγαν και εναλλακτικές εκφράσεις.
«Πάρε το μηδέν»
Πόσες και πόσες φορές δεν ακούστηκε ως ύστατη προσπάθεια να συνεννοηθείς; Πόσες και πόσες φορές δεν το χρησιμοποίησες με την ελπίδα (ή μάλλον τη βεβαιότητα) ότι ως δια μαγείας θα εξαφανιστούν τα παράσιτα και θα φτιάξει η γραμμή; Υπήρξε από τις δημοφιλέστερες «πατέντες» μιας εποχής που είναι αδύνατο να χωρέσει στο μυαλό ων σημερινών πιτσιρικάδων ότι δεν υπήρχαν κινητά και ότι το νούμερο του συνομιλητή έπρεπε να το σχηματίσεις στο καντράν.
«1+1 βολές»
Από τις πιο εγγυημένες λύσεις για να «ψαρώσεις» πιτσιρικά που ασχολείται με τα αθλητικά. Μια ωραία ιστορία για να τους διηγείσαι όταν θα είσαι πια ο θείος που «θα κάτσει με τη νεολαία». Τότε που θα σε κοιτάνε απορημένοι να τους εξηγείς ότι κάποτε σε αυτή τη ζωή τίποτα δεν ήταν δεδομένο: Ούτε καν οι δυο βολές στο μπάσκετ! Και ότι σε συγκεκριμένες περιπτώσεις ήταν απαραίτητη η ευστοχία στην πρώτη, ώστε να κερδίσεις το δικαίωμα να σουτάρεις και δεύτερη!