Όταν ξεσπάει μια κρίση, οι περιθωριοποιημένοι μιας κοινωνίας, οι «άθλιοι» που έχουν μερίδιο μόνο στα ψίχουλα που διανέμει ο καπιταλισμός, δεν αισθάνονται υποχρεωμένοι να συμμορφωθούν με τους κανόνες του παιχνιδιού, γνωρίζοντας ήδη ότι οι συνήθεις κανόνες δεν ισχύουν για αυτούς.
«Το πιο επικίνδυνο δημιούργημα μιας κοινωνίας είναι ο άνθρωπος που δεν έχει τίποτα να χάσει», έλεγε ο Αμερικανός συγγραφέας και υπέρμαχος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων Τζέιμς Μπόλντουιν. Ο Joker της Γκόθαμ Σίτι γίνεται σύμβολο εξέγερσης για τους πληβείους με κοινό χαρακτηριστικό αυτή την ψυχοσύνθεση. Το χάος που ακολουθεί στους δρόμους της φανταστικής πόλης δεν είναι και τόσο… ευφάνταστο. Έχει ρίζες στην αμερικανική ιστορία και δη αυτή της Νέας Υόρκης, με αφορμή ένα περιστατικό που εκτός από την όψη της μαύρισε και την ψυχή της. Ήταν η μέρα που όταν έσβησε η λάμψη των φώτων της μητρόπολης του κόσμου αναδείχτηκε η τοξικότητα των κοινωνικών της ανισοτήτων.
Τις πρώτες βραδινές ώρες της 13ης Ιουλίου του 1977 ένας κεραυνός χτύπησε το σταθμό παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος και η μεγαλύτερη πόλη των ΗΠΑ βυθίστηκε στο σκοτάδι. Οχτώ εκατομμύρια άνθρωποι έμειναν χωρίς ρεύμα για 25 ολόκληρες ώρες. Περίπου 800.000 Νεοϋορκέζοι κόλλησαν στους συρμούς του μετρό και αρκετές χιλιάδες εγκλωβίστηκαν στα ασανσέρ. Ήταν η μέρα που οι αντιθέσεις της πόλης φανερώθηκαν με τον πιο εκκωφαντικό τρόπο. Από τη μία, ο Γενικός Διευθυντής του Παγκόσμιου Κέντρου Εμπορίου παρήγγειλε σαμπάνια για όλους τους πελάτες, μόλις έγινε η διακοπή ρεύματος και από την άλλη οι κάτοικοι των υποβαθμισμένων περιοχών βρήκαν την κατάλληλη ευκαιρία να συνθέσουν το απόλυτο χάος, επιδιδόμενοι στο μεγαλύτερο ίσως πλιάτσικο της ιστορίας εν καιρώ ειρήνης. Οι πιο… ρομαντικοί επαναστάτες βρήκαν την ευκαιρία να εκδηλώσουν την οργή τους, καίγοντας ότι μπορούσαν να κάψουν.
Οι λεηλασίες καταστημάτων ήταν μαζικές και παρέπεμπαν σε επιδρομή κατακτητών κατά άμαχου πληθυσμού. Το μπαράζ ληστειών ξεκίνησε από σούπερ μάρκετ, καταστήματα ηλεκτρονικών για να επεκταθεί ακολούθως σε μικρότερες επιχειρήσεις, ενώ από τον κατάλογο διαρρήξεων δεν εξαιρέθηκαν ούτε σπίτια. Οι φωτογραφίες της εποχής απεικονίζουν ανθρώπους να ληστεύουν μαγαζιά και να κουβαλάνε στα σπίτια τους κλοπιμαία προϊόντα. Τηλεοράσεις, πλυντήρια και ηλεκτρικές συσκευές ήταν τα πιο ορατά που… κυκλοφορούσαν στους δρόμους της πόλης. Η λεία από τα κοσμηματοπωλεία ήταν μεταξύ των αδιαφανών.
Χαρακτηριστικό της κατάστασης που επικρατούσε είναι ότι ακόμα και μέχρι τότε νομοταγείς πολίτες επιδόθηκαν σε λεηλασίες. Κατά τη διάρκεια της συσκότισης, ξέσπασαν 1.000 φωτιές, λεηλατήθηκαν 1.600 καταστήματα και πραγματοποιήθηκαν οι μαζικότερες συλλήψεις στην ιστορία της πόλης. Οι αστυνομικοί συνέλαβαν 3.776 ανθρώπους!
Το μπλακ-άουτ του ’77 χαρακτηρίστηκε από τους ιστορικούς ως ο καθρέφτης των παθογενειών που μάστιζαν την πόλη. Το ξεσκέπασμα του πέπλου ευημερίας που κάλυπτε αριστουργηματικά τη μουντάδα της. Η οικονομία εκείνη την εποχή ήταν σε ύφεση και η εγκληματικότητα στα ύψη. Το σκοτάδι είχε ήδη εγκατασταθεί στη Νέα Υόρκη, απλώς άπαντες εθελοτυφλούσαν. Όπως άλλωστε είπε συγκλονιστικά και ο Arthur Fleck πριν γίνει Joker… «το χειρότερο με τη ψυχασθένεια είναι πως οι άλλοι περιμένουν να παριστάνεις πως δεν την έχεις».
Η απόδειξη ότι στη Νέα Υόρκη του ’77 δεν έφταιγαν κατά κύριο λόγο οι ταραξίες, αλλά το ίδιο το σύστημα που τους χαρακτήρισε «απόκληρους» είναι ότι την προηγούμενη φορά που συνέβη κάτι ανάλογο, η κατάσταση ήταν τελείως διαφορετική. Το μπλακ άουτ του 1965 ήταν ακόμη μεγαλύτερο, βυθίζοντας στο σκοτάδι τριπλάσιο νούμερο ανθρώπων (περίπου 25 εκατομμύρια), αφού επεκτάθηκε σε άλλες επτά πολιτείες των ΗΠΑ συν δύο του Καναδά. Τότε όμως οι άνθρωποι επιδόθηκαν σε τραγούδι και όχι σε παρατράγουδα. Η μηχανική αντίδραση τους ήταν να συγκεντρωθούν σε πλατείες και να διασκεδάσουν, παίζοντας μουσική.
Όταν στις 14 Ιουλίου το ρεύμα επανήλθε, η Νέα Υόρκη ήταν μια ρημαγμένη πόλη. «Γυμνή πόλη» την περιέγραψε ο βρετανικός Τύπος, στην πραγματικότητα όμως ήταν γεμάτη από τοξικομανείς, κυριολεκτικά και μεταφορικά, που χρησιμοποιούσαν το σώμα τους για να πουν στην κοινωνία ότι κάτι δεν πάει καλά.
Ή από… σχιζοφρενείς τύπου Fleck που βρήκαν την ευκαιρία, να βιάσουν, έστω για λίγο, την καθεστηκυία τάξη, αναδιανέμοντας με το δικό τους τρόπο τον καπιταλιστικό πλούτο.