Δεν χρειαζόμαστε (μόνο) όπλα, αλλά συμμάχους

Το παιχνίδι της αμυντικής θωράκισης παίζεται με άλλους όρους τον 21ο αιώνα

Η… γειτονιά στην οποία μεγαλώνει κανείς διαμορφώνει σε μεγάλο βαθμό και το χαρακτήρα του. Πράγμα που δεν ισχύει μόνο για τα άτομα, αλλά και για τα σύνολα, όπως -για παράδειγμα- τα κράτη.

Δεν χρειάζονται βαθυστόχαστες αναλύσεις για να προσεγγίσεις την κατάσταση που επικρατεί στην δική μας βαλκανική γειτονιά. Εκεί όπου η Τουρκία αγωνίζεται με νύχια και με δόντια να διατηρήσει την επιρροή της η οποία δέχεται χτυπήματα που προέρχονται κυρίως λόγω της διεύρυνσης των ευρωπαϊκών συλλογικών σχηματισμών και του προσανατολισμού των πρώην σοσιαλιστικών δημοκρατιών προς την Δύση.

Αντίθετα από ό,τι μπορεί να κάνει στα ανατολικά σύνορά της, η Τουρκία δεν έχει φτάσει -τα τελευταία χρόνια τουλάχιστον- στο σημείο να διεκδικήσει με στρατιωτική πυγμή τα «θέλω» της. Ακολουθεί, βεβαίως, τη γνωστή επεκτατική πολιτική της, περιοριζόμενη όμως σε ρητορική υψηλότατων τόνων, δημιουργία γκρίζων ζωνών, φανερή και παρασκηνιακή διπλωματία. Στρατό, πάντως, στην από εδώ πλευρά του Αιγαίου ή δυτικά του Έβρου δεν έχει διανοηθεί  -ως τώρα- να στείλει.

Φυσικά δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει αντιληφθεί το φλερτ της με το μιλιταρισμό και τον απολυταρχισμό επί ημερών Ερντογάν. Ακόμη και αν κάποιος δεν έχει την αντιληπτική ικανότητα ή τη διάθεση να το κάνει, έρχεται ο ίδιος ο Τούρκος ηγέτης ή οι επιτελείς του να το καταστήσουν σαφές με τις πολεμικές κραυγές και τις απροκάλυπτες απειλές τους, ειδικά τώρα που ο καθορισμός των ΑΟΖ  έχει φέρει νέους ανταγωνισμούς στην περιοχή.

Σε ένα τέτοιο περιβάλλον δεν είναι παράλογο να ανοίγει κουβέντα για την ανάγκη αμυντικής θωράκισης μιας χώρας σαν την Ελλάδα, που νιώθει διαρκώς την πίεση του γείτονα με κάθε τρόπο. Παράλογο, όμως, είναι να προβάλλεται αυτή η κατάσταση ως απολύτως απαραίτητη και μάλιστα με οποιοδήποτε κόστος.

Η κυβέρνηση δείχνει διατεθειμένη να προχωρήσει στην υλοποίηση ενός εξοπλιστικού προγράμματος με στόχο τον εκσυγχρονισμό των Ενόπλων Δυνάμεων. Πιθανότατα πολύ καλά θα κάνει, κρίνοντας πάντα από τις συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί. Ωστόσο οφείλει να αποδεχτεί ότι εάν επιδοθεί σε μια κούρσα εξοπλισμών με αντίπαλο την Τουρκία είναι από χέρι χαμένη.

Και αυτό διότι στη σύγχρονη ιστορία των δύο κρατών οι γείτονες ήταν πάντα εκείνοι που είχαν τα νούμερα υπέρ τους. Μεγαλύτερη χώρα, μεγαλύτερη οικονομία, μεγαλύτερα κονδύλια για όπλα. Τα «κουκιά» είναι μετρημένα και δεν πρόκειται οι ισορροπίες να αλλάξουν στο άμεσο μέλλον, ακόμη κι αν η Ελλάδα αποφασίσει να διαθέτει ολοένα και μεγαλύτερο μέρος του περιορισμένου ΑΕΠ της σε όπλα.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα και η αίσθηση απειλής της χώρας μας δεν προκύπτει, όμως, από την διαπίστωση πως υπολείπεται της Τουρκίας με καθαρά στρατιωτικούς όρους. Η δυσμενής θέση της είναι πιο πολύ αποτέλεσμα όσων συνέβησαν την τελευταία δεκαετία όταν και βρέθηκε περιθωριοποιημένη, απομονωμένη και αποξενωμένη από τους συμμάχους της, χάνοντας παράλληλα εξαιτίας της οικονομικής κρίσης -και όχι μόνο- πολύτιμο πολιτικό κεφάλαιο, αντιμετωπιζόμενη ως ο «φτωχός συγγενής» της Δύσης.

Μέσα σε αυτό το διάστημα η Ελλάδα από «παράγοντας σταθερότητας της περιοχής» ή «ηγέτιδα δύναμη στα Βαλκάνια» μετατράπηκε σε έναν… παρακατιανό με τον οποίο δεν ήθελε να έχει πολλά-πολλά (πέρα από τις σχέσεις που δημιούργησαν οι συμβατικές υποχρεώσεις εξαιτίας των δανείων) ουδείς. Μια στάση που μέχρι ενός βαθμού διατηρείται ακόμη και σήμερα καθώς η χώρα καλείται εκ νέου να αποδείξει σε βάθος χρόνου την αξιοπιστία της.

Η ευτυχής συγκυρία που έχει δημιουργηθεί είναι πως την ίδια ώρα οι σχέσεις της Τουρκίας με την Δύση αγγίζουν το ναδίρ τους. Η στροφή του Ερντογάν προς τη Ρωσία και η λυκοφιλία με τον Πούτιν μέσω των μπίζνες στη Συρία και της αγοράς πυραυλικών συστημάτων προκάλεσε αντιδράσεις. «Τι σόι σύμμαχος είναι αυτός που ψωνίζει από την Ρωσία» αναρωτήθηκε δημόσια προ ημερών ο Εμανουέλ Μακρόν, μια άποψη που πέρα των παραδοσιακά σκεπτικιστών  απέναντι στην Τουρκία Γάλλων, συμμερίζονται και πολλοί άλλοι εντός της Ε.Ε.

Μέσα σε αυτό το κλίμα και έχοντας κατά νου πως σχεδόν όλες οι γεωπολιτικές μελέτες και προβλέψεις για το μέλλον της περιοχής συγκλίνουν στην άποψη ότι γενικευμένη σύρραξη δείχνει εξαιρετικά απίθανη, η Ελλάδα θα κάνει λάθος εάν επιμείνει σε βαριά εξοπλιστικά προγράμματα, αφαιρώντας πόρους από άλλα πεδία. Πόρους που είναι απολύτως απαραίτητοι για την μετά Μνημονίων εποχή και την επούλωση των πληγών που άφησε σε οικονομία και κοινωνία.

Όσο η ένταση παραμένει στα κόκκινα, πάντα ελλοχεύει ο κίνδυνος ένα θερμό επεισόδιο να καταλήξει σε «ατύχημα». Όμως η μετεξέλιξη ενός «ατυχήματος» σε ολική σύγκρουση δυσχεραίνει αφάνταστα όταν εκείνος που απειλεί ότι θα προκαλέσει, γνωρίζει ότι δεν θα βρει απέναντί του μόνο ένα σύγχρονο τείχος αμυντικής προστασίας, αλλά ένα ολόκληρο συνασπισμό κρατών που μοιράζονται κοινά συμφέροντα και άποψη για τον κόσμο. Το παιχνίδι τον 21ο αιώνα παίζεται αλλιώς. Και δεν είναι παιχνίδι για έναν, όσο δυνατός στρατιωτικά κι αν νιώθει ή είναι αυτός.