Γιατί συνεχίζεται το «έγκλημα» με το εμβόλιο της μηνιγγίτιδας;

Η Ελλάδα εξακολουθεί να σφυρίζει αδιάφορα, υποκρινόμενη ότι δεν βλέπει τον πιο ύπουλο εχθρό για τη βρεφική ηλικία

Ένα από τα χειρότερα διακριτικά μιας άδικης κοινωνίας είναι ο διαχωρισμός των «παιδιών της» ανάλογα με το κοινωνικό στάτους των οικογενειών τους.

Μπορεί να ακούγεται απλοϊκή η ερμηνεία, αλλά αυτό ακριβώς συμβαίνει στην Ελλάδα με την περίπτωση εμβολιασμού της μηνιγγίτιδας Β, την πιο επικίνδυνη ασθένεια που κυκλοφορεί εκεί έξω για παιδιά και κυρίως βρέφη.

Είναι αλήθεια ότι η μηνιγγίτιδα τύπου Β δεν είναι ιδιαίτερα συχνή στην Ελλάδα, όμως όταν εμφανίζεται οι συνέπειες της είναι συνήθως καταστροφικές. Προσεγγιστικά το 10% των ασθενών πεθαίνει μέσα στις πρώτες 24-48 ώρες εκδήλωσης της νόσου, ενώ το 20% εμφανίζουν σοβαρές αναπηρίες, όπως εγκεφαλική βλάβη, ακρωτηριασμούς, επιληψία και απώλεια της ακοής. Ακόμα και αν ξεφύγει απ’ όλα αυτά ένα παιδί, διατρέχει τον κίνδυνο να εμφανίσει στο υπόλοιπο της εκπαιδευτικής ζωής του μαθησιακές δυσκολίες.

Η φλεγμονή των μηνίγγων του εγκεφάλου είναι μια εξαιρετικά ύπουλη νόσος, καθώς τις πρώτες ώρες χτυπάει με το μανδύα μιας απλής ίωσης και εκδηλώνεται ταχύτατα. Αφενός μεν δυσκολεύει πολύ την έγκαιρη διάγνωση, αφετέρου από τη στιγμή της εμφάνισης των συμπτωμάτων ο ασθενής έχει πολύ λίγο χρόνο μπροστά του για να λάβει την κατάλληλη αντιβιοτική αγωγή. Φορέας μπορεί να είναι οποιοσδήποτε χωρίς να το γνωρίζει, αφού το ποσοστό των φορέων που τελικά νοσούν είναι πολύ μικρό. Το μικρόβιο όμως μεταδίδεται ακόμα και με την αναπνοή και έτσι μπορεί ένας γονιός να κολλήσει το παιδί του χωρίς να καταλάβει τίποτα.

Ο μοναδικός πραγματικός τρόπος πρόληψης της μηνιγγίτιδας Β είναι ο εμβολιασμός. Μολονότι όμως η ασθένεια απειλεί κυρίως παιδιά – λόγω του συνωστισμού στους δημόσιους σχολικούς χώρους – και βρέφη που δεν έχουν ανεπτυγμένο ανοσοποιητικό, το υψηλότατο κόστος του εμβολιασμού δεν καλύπτεται από το κράτος, με αποτέλεσμα παιδιά οικονομικά ασθενών οικογενειών να μένουν απροστάτευτα.

Κάθε δόση του εμβολίου κοστίζει 105 ευρώ και για την ανοσοποίηση των βρεφών έως δύο ετών χρειάζονται 3 δόσεις, ήτοι το κόστος είναι 315 ευρώ. Για τα παιδιά άνω των δύο ετών, το εμβόλιο είναι λίγο φτηνότερο (περίπου 95 ευρώ) και απαιτούνται δύο δόσεις. Που σημαίνει ότι το κόστος για μια οικογένεια με τρία παιδιά μπορεί να φτάσει έως και τα 700 ευρώ, όταν ο βασικός μισθός αυτή τη στιγμή αγγίζει μετά βίας το 500αρικο.

Το Υπουργείο Υγείας δεν καλύπτει ούτε ευρώ απ’ αυτό το κόστος, παρά μόνο για συγκεκριμένες κατηγορίες παιδιών και ατόμων με παθήσεις όπως ο HIV ή η λειτουργική ασπληνία κ.ά.

Την τετραετία 2004-2018 (αυτήν καλύπτουν τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία) καταγράφηκαν στη χώρα 1.048 κρούσματα μηνιγγίτιδας. Οι 63 από τους ασθενείς (ποσοστό 6%) έχασαν τη ζωή τους. Άλλο ένα 10-20% αποκόμισαν σοβαρά νευρολογικά προβλήματα (σοβαρές εγκεφαλικές βλάβες, απώλεια ακοής κ.λπ.). Οι περισσότεροι από τους ασθενείς ήταν βρέφη και νήπια έως τεσσάρων ετών, με το ποσοστό της ετήσιας επίπτωσης σε αυτές τις ηλικίες να είναι σχεδόν 5 κρούσματα ανά 100.000 πληθυσμού.

Παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις των επιστημονικών οργανώσεων παιδιάτρων για την ανάγκη ένταξης του εμβολίου στο Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών για τα παιδιά, το Υπουργείο Υγείας εξακολουθεί να κωφεύει.

Δικαιολογίες δεν υπάρχουν πια. Σε χώρες με πολύ υψηλότερο βιοτικό επίπεδο (Μεγάλη Βρετανία, ΗΠΑ, Ιρλανδία), αλλά και στην Ιταλία, που η επίπτωση της νόσου είναι πολύ μικρότερη από την Ελλάδα (0,25 ανά 100.000) το εμβόλιο αποζημιώνεται κατά 100%. Το κόστος πράγματι είναι βαρύ, απαιτούνται περίπου 7 εκατ. ευρώ ετησίως για να καλυφθεί ο εμβολιασμός μόνο στα βρέφη ηλικίας έως ενός έτους, όμως ούτε το κόστος που προκαλείται από τους θανάτους, τις αναπηρίες και τις νοσηλείες στο νοσοκομείο είναι ευκαταφρόνητο. Επιπλέον μια λύση που προτείνει η επιστημονική κοινότητα είναι να μειωθεί κατά μία δόση ο εμβολιασμός έναντι του πνευμονιόκοκκου (εξοικονομούνται περίπου 7 εκατ. ευρώ ετησίως), όπως έχουν ήδη κάνει αρκετές χώρες.

Κατά τη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ οι ερωτήσεις βουλευτών της αξιωματικής αντιπολίτευσης ήταν διαδοχικές και δεν έπιασαν ποτέ τόπο. Τώρα θα ήταν ενδιαφέρον να μάθουμε την άποψη αυτών των στελεχών της Νέας Δημοκρατίας για την ιεράρχηση προτεραιοτήτων της κυβέρνησης. Για παράδειγμα ο μποναμάς των 2 εκατ. ευρώ στην ελληνορθόδοξη Θεολογική Σχολή της Βοστώνης δεν είναι εφάπαξ ενίσχυση, αλλά θα έχει ετήσιο (ψηφοθηρικό) χαρακτήρα.

Πως είναι δυνατόν να υπάρχουν λεφτά για μια θεολογική σχολή του εξωτερικού και όχι για την προστασία βρεφών, όταν δεδομένα κάποια (έστω μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού) θα χάσουν κάθε χρόνο τη ζωή τους και άλλα θα εμφανίσουν σοβαρές διανοητικές βλάβες;

Το ερώτημα είναι καθαρά ρητορικό και αντανακλά σε όρους επικοινωνιακού ντόρου και αποτίμησης αυτού στην εκλογική κάλπη. Αν δεν το θυμάστε, από τις επόμενες εκλογές θα έχει δικαίωμα ψήφου και ο απόδημος ελληνισμός, άρα και εξαιρετικές… προοπτικές η αιμοδοσία αυτού που ζεστό χρήμα.

TAGS: