Ακόμα και σήμερα, που ο καθημερινός αριθμός των κρουσμάτων covid-19 διαγράφει αλλεπάλληλα limit-up και σε επίπεδο προβλέψεων τίποτα δεν μπορεί να πάει καλύτερα τουλάχιστον έως το τέλος του χρόνου – η επιστημονική κοινότητα εκφράζει φόβους ότι το Δεκέμβρη τα κρούσματα μπορεί να είναι σε καθημερινή βάση άνω των 700 – υπάρχουν αρκετοί ανάμεσα μας που εξακολουθούν να εκτιμούν ότι η Ελλάδα θα έπρεπε να είχε ακολουθήσει το σουηδικό μοντέλο.
Να μην επιβάλλει δηλαδή κανένα μέτρο περιορισμού, να κρατήσει ανοιχτή την οικονομία και να περιοριστεί σε συστάσεις κοινωνικής αποστασιοποίησης και παραμονής των ηλικιωμένων και ευπαθών ομάδων στο σπίτι.
Ακόμα και αν δεχτούμε ότι η Σουηδία ετοιμάζεται να δρέψει τώρα κάποιους καρπούς της στρατηγικής της – που μεταξύ μας δεν μπορούμε να το δεχτούμε με 5.890 νεκρούς – έχοντας ισοπεδώσει την καμπύλη μεταδοτικότητας κατά τη διάρκεια του δεύτερου κύματος της επιδημίας, είναι καλό να θυμόμαστε ότι οι συνθήκες σε ότι αφορά τις κοινωνικές δομές και την κουλτούρα του lifestyle είναι τελείως διαφορετικές σε σχέση με την Ελλάδα.
Η σκανδιναβική χώρα αποφάσισε εξ’ αρχής να μάθει να ζει με τον ιό έως ότου υπάρξει το αντίδοτο μέσω εμβολίου. Επέλεξε να έχει μια ενιαία πολιτική για όσο διαρκέσει ο ιός, να αποφύγει τις ήξεις – αφίξεις σχετικά με τα μέτρα και να μην μπει σε αυτό το σπιράλ διλημμάτων που λίγο, πολύ μοιάζουν ανά τακτά χρονικά διαστήματα με μικρά αδιέξοδα και έχουν να κάνουν με την κατά συνθήκη (και κατά τόπους) εφαρμογή και άρση των περιοριστικών μέτρων.
Είναι μια επιλογή που εκ του αποτελέσματος στη Σουηδία έχει νόημα. Όταν με περίπου 6.000 θύματα δεν έχεις «λαϊκή εξέγερση» και που οι ηγέτες της κυβέρνησης δεν αναθεματίζονται από την αντιπολίτευση και από τους… φίλα προσκείμενους χρήστες των social media ως «μακελάρηδες» του λαού. Διότι μην έχετε καμία αμφιβολία ότι σε ανάλογη περίπτωση αυτό θα συνέβαινε στην Ελλάδα, όποια παράταξη και αν ήταν στην κυβέρνηση, όποια και αν ήταν στην αξιωματική αντιπολίτευση.
Πέραν όμως των όποιων συνεπειών σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, η απόπειρα αντιγραφής του σουηδικού μοντέλου θα σκόνταφτε πάνω σε καθαρά λειτουργικούς λόγους. Η Σουηδία είναι μια χώρα που οι μονογονεϊκές οικογένειες είναι συντριπτικά περισσότερες σε σχέση με τη δική μας και που σπάνια σε ένα σπίτι συναντά κάποιος μέλη από τρεις γενιές (παππούδες, γονείς και παιδιά…), όπως συμβαίνει στα μέρη μας. Οι άνθρωποι δούλευαν σε μεγάλο ποσοστό από τα σπίτια τους και προ της πανδημίας, ενώ οι κοινωνικές συναναστροφές σε σπίτια δεν έχουν το μαζικό χαρακτήρα που παρατηρείται στις χώρες του ευρωπαϊκού νότου και όταν αυτό συμβαίνει αφορά σχεδόν κατά κανόνα τα Σαββατοκύριακα.
Επιπλέον μιλάμε για μια αραιοκατοικημένη χώρα με έκταση υπερτριπλάσια από αυτή της Ελλάδας, αλλά ταυτόχρονα ίδιο πληθυσμό. Η Στοκχόλμη έχει βαριά 1 εκατ. κατοίκους και αν σκεφτούμε ότι αυτή η χώρα έχει 92.000 κρούσματα και σχεδόν 6.000 θανάτους, μπορούμε να φανταστούμε τι θα συνέβαινε στην Ελλάδα και ιδιαίτερα σε μια τόσο πυκνοκατοικημένη περιοχή όπως η Αθήνα.
Το worst case σενάριο δεν είναι αυτό που ζούμε τώρα, με το αλαλούμ για τις σχολικές μάσκες και τα καταγγελλόμενα από διάφορους επιχειρηματικούς και εργασιακούς κλάδους «δύο μέτρα και δύο σταθμά». Αυτά θα ήταν ψιλά γράμματα και τα προβλήματά μας πολύ σημαντικότερα αν είχαμε επιλέξει να γίνουμε η Σουηδία του νότου. Σε μια τέτοια περίπτωση τα 416 κρούσματα θα ήταν πιθανότατα η καλύτερη «επίδοση» μας σε μία ημέρα και όχι αρνητικό ρεκόρ 24ωρου.