The lipstick effect: Γιατί η κρίση της πανδημίας είναι η πρώτη που «ρίχνει» τις πωλήσεις κραγιόν;

Ένα αποτέλεσμα του κορωνοϊού που ίσως να καθιερωθεί και εκτός πανδημικής κρίσης.

Σε παλιότερες περιπτώσεις παγκόσμιων οικονομικών κρίσεων, οι εταιρείες που κινούνται στον τομέα των καλλυντικών και των προϊόντων αισθητικής, έβλεπαν τους τζίρους τους να παίρνουν την ανιούσα σε αντίθεση με την πλειοψηφία της οικονομίας.

Αυτό συνέβαινε γιατί είθισται ο άνθρωπος να καταφεύγει στην κατανάλωση μικρών και ασήμαντων πραγμάτων σε περιόδους κρίσης,  μεταθέτοντας την τόνωση του εγώ του σε πράγματα μικρά, χαμηλού κόστους που του δίνουν την ψευδαίσθηση πως έχει ακόμα αγοραστική δύναμη και ως αντίδραση στην κρίση.

Η συνθήκη αυτή έχει περιγραφεί στον κλάδο της αισθητικής ως ο «δείκτης του κραγιόν», ένα προϊόν στο οποίο συνοψίζονται όλες οι ψυχολογικές προεκτάσεις και συμπαραδηλώσεις μιας οικονομίας που  καταρρέει και διαφαίνεται πως θα αργήσει να βγει και πάλι στην επιφάνεια.

Δεν είναι φυσικά ένας δείκτης που σχετίζεται αποκλειστικά με το κραγιόν. Είναι όμως ένας δείκτης που δείχνει την καταναλωτική κίνηση ορμώμενος από τις πωλήσεις του πιο βασικού καλλυντικού που διαθέτει μια γυναίκα και το οποίο, αν θυσιάσει, θα το θυσιάσει στα πολύ τελευταία.

Αυτό συνέβη το 2001, αυτό συνέβη το μακρινό 1928, αυτό ΔΕΝ συμβαίνει τώρα σε μια παγκόσμια οικονομική κρίση που δεν οφείλεται σε παρηκμαζόμενες οικονομίες, μα σε μια πανδημία που είναι απρόβλεπτη και απαιτεί ένα πολύ μεγάλο και σίγουρα πρωτόγνωρο διάστημα μέχρι να μάθουν οι οικονομίες να προσαρμόζονται και να αποκτήσουν πιο άμεσα αντανακλαστικά.

Σύμφωνα με μια έρευνα της McKinsey & Co. που έγινε τον περασμένο Μάιο, προς διαφοροποίηση στα όσα ήταν συνηθισμένη η αγορά σε τέτοιες περιόδους, υπάρχει μια πτώση 30% στον τζίρο των εταιρειών που εμπορεύονται προϊόντα αισθητικής και πιο συγκεκριμένα στα κραγιόν, πτώση που υπερβαίνει κατά πολύ περισσότερο αυτή της τάξεως του 10% το 2008 στην πιο πρόσφατη οικονομική κρίση.

Είναι χαρακτηριστικό πως στο πρώτο μισό του 2020 τα έσοδα από πωλήσεις κραγιόν παγκοσμίως ήταν στα 137.5 εκατομμύρια δολάρια, ενώ το 2019 το ποσό αυτό ήταν για 12 μήνες στα 541.5. Αν δει δηλαδή κανείς εκθετικά τον αριθμό ως τον Ιούνιο, τότε όταν λήξει το 2020 τα έσοδα θα αγγίζουν μετά βίας τα 350 εκατομμύρια. Κι αυτό σε ένα πολύ αισιόδοξο σενάριο.

Ο δείκτης του κραγιόν, που αποτέλεσε εύρεση του Leonard Lauder, CEO της Estee Lauder το 2001, βασίστηκε πάντως σε αρκετά σεξιστικά χαρακτηριστικά για να αποκτήσει κοινωνιολογικό υπόβαθρο, τα οποία πίσω στο 2001 δεν ήταν τόσο έντονα όσο σήμερα.

Η συγκεκριμένη θεωρία βασίστηκε στο σφόδρα σεξιστικό σκεπτικό πως η αύξηση στις πωλήσεις δικαιολογείτο από την ανάγκη των γυναικών να σαγηνεύσουν κάποιο αρσενικό, ώστε να βάλουν μια ασφάλεια, οικονομική και μη, στη ζωή τους σε μια περίοδο καταστροφική.

Φυσικά κάτι τέτοιο δεν μπορεί να έχει θέσει στο σήμερα. Κι είναι αυτό ακριβώς ένας από τους λόγους που τα κραγιόν βρίσκονται σε πτωτική πορεία πωλήσεων. Δεν είναι μόνο δηλαδή ότι οι περιορισμένες έξοδοι από το σπίτι, η εκτέλεση της εργασίας πίσω από έναν υπολογιστή και η χρήση μάσκας καθιστούν αχρείαστο έναν τέτοιο προϊόν.

Είναι κι ότι το κραγιόν, ένα από τα σύμβολα μιας άλλης εποχής για τη γυναίκα, ενδεχομένως να μην έχει χώρο σε μια εποχή μεγάλων διεκδικήσεων ισότητας και διάλυσης του σεξισμού. Αντιθέτως, ωθούμενο κι από την επιβολή της πανδημίας, δίνει σιγά σιγά τη θέση του σε πραγματικές ανάγκες κι όχι ανάγκες ψευδαισθησιακές.

Δεν ζούμε άλλωστε μια οικονομική κρίση που ξεφεύγει παντελώς από το χέρι μας, ώστε να έχουμε την ανάγκη να προβάλλουμε την αυτοκυριαρχία μας σε ήσσονος σημασίας αγορές.

Ζούμε μια κρίση υγείας πρωτίστως και μετά οικονομίας. Κι αυτή η κρίση υγείας μπορεί να ανατραπεί ή να περιοριστεί με πράγματα που είναι στο χέρι μας. Όπως η χρήση μάσκας και οι αποστάσεις.

Ή όπως η στροφή σε ποιοτική τροφή που δυναμώνει το ανοσοποιητικό μας και έχει απορροφήσει έξοδα που θα κατέληγαν πιθανώς σε προϊόντα αισθητικής.