Έκλεισε την πόρτα και χάθηκε: Η εξαφάνιση του πιο «ωραίου κακού» του ελληνικού σινεμά στο απόγειο της δόξας του

Το «κακό παιδί» του κινηματογράφου δεν υπήρξε ποτέ τέτοιο στη ζωή

Ενας πρώην αποτυχημένος πυγμάχος, νυν μανιώδης χαρτοπαίχτης, με διασυνδέσεις στον υπόκοσμο, που χάρη στην εμφάνιση και το γοητευτικό κυνισμό του είναι περιζήτητος στο αντίθετο φύλο και συντηρείται κυρίως από πλούσιες γυναίκες.

Πρόκειται για έναν από τους πιο εμβληματικούς ρόλους στον ελληνικό κινηματογράφο, αυτός που ανέδειξε τον Άλκη Γιαννακά ως τον ακαταμάχητο γόη της εποχής και τον καθιέρωσε ως το «κακό παιδί» του σινεμά.

Το εν λόγω «Ρεμάλι της Φωκιώνος Νέγρη» ήταν μοναδικό στο είδος του σε επίπεδο σεναρίου. Η Αλεξάνδρα Λαδικού γίνεται ο στόχος του ανήθικου νέου. Τον ερωτεύεται παράφορα και του πληρώνει όλα τα έξοδα, ακόμα και τις χασούρες από τα χαρτιά και τα νυχτοπερπατήματά του στα νυχτερινά μαγαζιά. Ο ίδιος οργανώνει ένα σχέδιο για να καταφέρει να της αποσπάσει όλη την περιουσία, αλλά η ερωμένη του, σπριπτιζέζ Ζέτα Αποστόλου, του χαλάει τα σχέδια. Η ταινία προκάλεσε θόρυβο με τις τολμηρές για τα ήθη της εποχής, σκηνές. H γυμνή εμφάνιση της Αποστόλου μετατράπηκε σε cult για τον ελληνικό κινηματογράφο.

Η ταινία προβάλλεται στους κινηματογράφους το 1965 και ο Γιαννακάς αποκτά «εν μια νυκτί» τον τίτλο του «ωραίου κακού», στον οποίο έχει ιδιαίτερη αδυναμία το γυναικείο φύλο. Μεταξύ των γυναικών που τον ερωτεύονται είναι και συμπρωταγωνίστριές του, με τις οποίες είχε συνάψει σχέση. «Ήταν ο μεγαλύτερος έρωτας της ζωής μου. Ήταν ο ωραιότερος και πιο περιζήτητος άντρας και ήταν δικός μου. Ζήσαμε μια σχέση πάθους», έχει δηλώσει η Γκιζέλα Ντάλι, με την οποία πρωταγωνίστησαν μαζί στην ταινία »Ο Παρθένος».

Το «Ρεμάλι της Φωκίωνος Νέγρη» δεν ήταν η πρώτη ταινία του κατά πολλούς ωραιότερου άνδρα στην ιστορία του ελληνικού σινεμά. Το 1962 ο σκηνοθέτης Μανώλης Σκουλούδης έψαχνε έναν γοητευτικό νεαρό για την ταινία του «Ένας Ντελικανής». Μόλις τον είδε, εντυπωσιάστηκε από το παρουσιαστικό του. Ο νεαρός κέρδισε το ρόλο ανταγωνιζόμενος πολλούς όμορφους ηθοποιούς της εποχής και στα 22 χρόνια του έκανε το κινηματογραφικό ντεμπούτο του. Η ταινία – ορόσημο για την καριέρα του ήρθε δύο χρόνια αργότερα, το 1965.

Συμμετείχε συνολικά σε 25 ταινίες, μεταξύ των οποίων οι «Γενναίοι του Βορρά», η «Μαντώ Μαυρογένους» και το «Μια Γυναίκα στην Αντίσταση», υποδύθηκε κυρίως όμως δεύτερους ρόλους. Όσο ξαφνικά έγινε σταρ, άλλο τόσο εξαφανίστηκε από τα φώτα της δημοσιότητας. Έτσι κι αλλιώς ήταν απόμακρος δημοσιογραφικά, δεν έδινε ποτέ σχεδόν συνεντεύξεις, ενώ και στις σπάνιες κοσμικές εμφανίσεις του απέφευγε να ποζάρει στο φωτογραφικό φακό.

Από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 εγκαταλείπει την ηθοποιία και ουσιαστικά «απομονώνεται» στην πλατεία Αμερικής, όπου διαμένει έως και σήμερα με τη σύζυγό του. Επιστήθια φίλη του η Άννα Φόνσου, την οποία βοηθά στο έργο της ως προέδρου στο «Σπίτι του Ηθοποιού», αποτελώντας επί σειρά ετών στέκι του παλαίμαχου ηθοποιού. Οι λεπτομέρεις για τη ζωή του βγαίνουν με το σταγονόμετρο και μόνο από μαρτυρίες ανθρώπων του στενού περιβάλλοντός του. Το μόνο βέβαιο ωστόσο – μέσω αυτών – είναι ότι ο ευγενικός και συνεσταλμένος Άλκης Γιαννακάς δεν ενσάρκωσε ποτέ στην πραγματική ζωή του το ρόλο στην ταινία που του χάρισε δια βίου διασημότητα.