Xάθηκε ένα κομμάτι της νιότης μας: Το λουκέτο του ναού του μπέργκερ που μεγάλωσε γενιές φοιτητών

Ήταν επί σειρά ετών στον κατάλογο των πιο «must» για κάθε νέο που μετακόμιζε για σπουδές στην Αθήνα

Αναρίθμητα είναι (προφανώς) τα μαγαζιά που κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης έβαλαν λουκέτο, λίγα όμως συζητήθηκαν όσο αυτό που είχε συνδεθεί με έναν από τους πιο πολυσύχναστους δρόμους του Κολωνακίου, την οδό Μηλιώνη.

Το Jackson Hall, ένα από τα πιο διάσημα μαγαζιά του κέντρου της Αθήνας, ήταν επί σειρά ετών στον κατάλογο των πιο «must» για κάθε νέο που μετακόμιζε για σπουδές στην πρωτεύουσα από την επαρχία. Όταν άνοιξε, το 1995, τάραξε τα νερά στην περιοχή του Κολωνακίου, με την αίσθηση «υπερπαραγωγής» και το πολυσυλλεκτικό χαρακτήρα του. Χωρίς όρια σε ηλικιακά target group, αναδείχτηκε γρήγορα σε ένα από τα πιο δυνατά meeting points της περιοχής και άλλαξε τα μέχρι τότε δεδομένα, κατεβάζοντας τον πολύ κόσμο από τα «βορεινά» της πλατείας Kολωνακίου στα «νότια».

Με τρία επίπεδα ξεχωριστά, με δυνατότητα εξυπηρέτησης μεγάλου αριθμού πελατών με πλήθος προτάσεων σε πιάτα, καφέδες, ποτά και μουσική, εξελίχθηκε σε στέκι για όλες τις ώρες, ξεκινώντας πολύ νωρίς το πρωί και κλείνοντας πολύ αργά το βράδυ.

Μία από τις διαστάσεις που απέκτησε προϊόντος του χρόνου το Jackson Hall ήταν και αυτός του «ναού» του αμερικανικού burger. Η ποιότητα και η γεύση του burger ήταν για πολλούς ασύγκριτα με τον ανταγωνισμό και θεωρείται μάλιστα ως πηγή έμπνευσης για πολλά από τα μπεργκεράδικα που ξεφύτρωσαν σαν μανιτάρια στην Αθήνα, μετά το 2010.

Μπορεί τα burgers να ήταν το βαρύ πυροβολικό σε επίπεδο εστίασης, ωστόσο δεν ήταν λίγοι εκείνοι που προτιμούσαν τις ιταλικές «προτάσεις» της κουζίνας, τις πλούσιες σαλάτες και τα αμερικάνικα steaks. Μεγάλη ήταν η ποικιλία σε χυμούς και κοκτέιλς, τα οποία επίσης ήταν από τα πιο φημισμένα της αθηναϊκής νύχτας.

Το Jackson Hall ήταν επί 18 χρόνια το πιο mainstream σημείο ραντεβού του Κολωνακίου, καλύπτοντας ένα μεγάλο εύρος γευστικών και ψυχαγωγικών απαιτήσεων, δεδομένου και ότι στεγαζόταν σε ένα «στρατηγικό» σημείο, όπου οι θαμώνες της περιοχής μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να συναντήσουν κάποιον γνωστό τους.

Για ένα τέτοιο μαγαζί ωστόσο, με τόσο μεγάλα έξοδα συντήρησης, η οικονομική κρίση αποδείχτηκε καταδικαστική. Μετά το 2010 ο τζίρος ακολούθησε πτωτική πορεία, το κόστος λειτουργίας όμως, με το τεράστιο – για την περιοχή – ενοίκιο, τα τέλη στο Δήμο, τους φόρους και τη μισθοδοσία του (πολυάριθμου) προσωπικού, δεν μειώθηκε παρά ελάχιστα.

Το ιστορικό μπαρ – εστιατόριο γονάτισε από την κρίση και έκλεισε τελικά τον Ιούλιο του 2013. Περίπου τρία χρόνια αργότερα το κτίριο πέρασε στα χέρια της εταιρίας «ΒΕΝΕΤΗ», που με μια επένδυση τριών εκατομμυρίων ευρώ, το μετέτρεψε σε ένα από τα πιο κεντρικά καταστήματα αρτοποιίας – ζαχαροπλαστικής της γνωστής αλυσίδας. Και σήμερα δεν υπάρχει τίποτα να θυμίζει ότι για χάρη εκείνου του σημείου η νοηματική «τα λέμε Κολωνάκι» δεν χρειαζόταν καν συνοδευτικές επεξηγήσεις για πάρα πολύ κόσμο.