Την εποχή της Τουρκοκρατίας, οι ξενώνες, που υπήρχαν επί Βυζαντίου στην ελληνική επικράτεια, κατασχέθηκαν ή καταστράφηκαν και τα πανδοχεία σταδιακά έπαψαν να λειτουργούν.
Για τη φιλοξενία των ταξιδιωτών υπεύθυνα ήταν πια τα «Χάνια» και τα «Καραβάν Σεράϊα». Τα Χάνια βρίσκονταν κατά κύριο λόγο στην ύπαιθρο, σε στρατηγικά σημεία διαδρομών και ήταν στη συντριπτική πλειονότητα φτωχικά οικήματα, με υποτυπώδεις παροχές. Ουσιαστικά αυτό που πρόσφεραν ήταν διανυκτέρευση υπό σκέπη, καθώς δεν υπήρχαν καν κρεβάτια ή στρώματα. Στην καλύτερη περίπτωση η ανάπαυση γινόταν πάνω σε χόρτο και το ρόλο του στρώματος έπαιζε μια μάλλινη κουβέρτα. Ελάχιστες ήταν οι εξαιρέσεις διώροφων κτιρίων, όπου στο «ανώι» υπήρχε ντιβάνι ή σοφάς για τη διανυκτέρευση του ταξιδιώτη.
Τα Καραβάν Σεράϊα ήταν πολύ πιο οργανωμένα σε επίπεδο φιλοξενίας, αλλά και πολύ λιγότερα. Διέθεταν δωμάτια, εσωτερική αυλή και στοές, ενώ κάποια εξελίχθηκαν με το χρόνο και σε εμπορικά κέντρα, αποκτώντας και καταστήματα.
Μετά την απελευθέρωση, το νεοσύστατο ελληνικό κράτος έπρεπε να λύσει, μεταξύ πολλών άλλων, και το πρόβλημα στέγασης των ξένων αξιωματούχων, επίσημων ή μη. Το πρώτο ελληνικό ξενοδοχείο ιδρύθηκε το 1834 στο Ναύπλιο, όπως ήταν λογικό, με την επωνυμία «Ξενοδοχείον του Λονδίνου».
Την ίδια περίοδο ή και λίγο πριν, ξεκίνησε να λειτουργεί στην Αθήνα το ξενοδοχείο «Ευρώπη», κοντά στο Μοναστηράκι. Είχε ιδιοκτήτες ένα ζεύγος ξένων, τον Ιταλό Καζάλι και τη Βιεννέζα σύζυγό του και παρείχε τα βασικά περί της διαμονής.
Με τα χρόνια χτίστηκαν στην Αθήνα καλύτερα και μεγαλύτερα ξενοδοχεία. Πρώτο εξ αυτών ήταν το «Αίολος» στην Πλάκα, που οικοδομήθηκε στα 1835-1837 βάσει σχεδίων του αρχιτέκτονα Σταμάτη Κλεάνθη.
Το διόρωφο ακίνητο, επί της συμβολής των οδών Αιόλου και Αδριανού, είναι από τα πρώτα κτίρια που κτίστηκαν στην Αθήνα μετά την ανακήρυξή της ως πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους κι έχει στο σφυρήλατο κιγκλίδωμα του θολωτού υπέρθυρου το έτος ολοκλήρωσης της ανέγερσής του: 1837.
Σύμφωνα με την Αρχαιολογία της Πόλης των Αθηνών, πρόκειται για ένα πολύ απλό εξωτερικά διώροφο κτίριο, που διέθετε 25 δωμάτια και αποτελεί το πρώτο οικοδόμημα που κατασκευάστηκε εξαρχής με σκοπό να χρησιμεύσει ως ξενοδοχείο στην Αθήνα. Θεωρείται το πρώτο ολοκληρωμένο ελληνικό ξενοδοχείο, αφού εκτός όλων των ανέσεων διανυκτέρευσης παρείχε πρωινό, καθώς και διατροφή. Είναι ένα κτήριο με οθωνική αρχιτεκτονική μορφολογία, με θέα στην ακρόπολη και με πολλά παράθυρα που βλέπουν προς την πλευρά των δύο δρόμων.
Η άφιξη του νέου ξενοδοχείου είχε δημιουργήσει τέτοια αίσθηση που αναγράφηκε με πηχυαίους τίτλους στις εφημερίδες της εποχής. Σύμφωνα με το βιβλίο «Η Αθήνα των Ανωνύμων» της Λίζας Μιχελή, η διαφημιστική καταχώρησή του στον Τύπο της εποχής ανέφερε χαρακτηριστικά: «Εις το Ξενοδοχείον τούτο δίδονται δωμάτια εφωδιασμένα με κραββάτους και έπιπλα ευρωπαϊκά. Πωλούνται δε διαφόρων ειδών οίνοι της Ευρώπης και άλλα διάφορα οινοπνευματώδη ποτά. Δίδεται πρόγευμα με τζάι και διάφορα ξηρά βρώματα. Τα φαγητά της τραπέζης γίνονται και κατά τον ευρωπαϊκόν και κατά τον τουρκικόν τρόπον, αι δε τράπεζαι είναι εις πάσαν ώραν έτοιμοι. Τα πάντα δίδονται εις μετρίας τιμάς».
Σήμερα, το κτίριο έχει αποκατασταθεί αρχιτεκτονικά στην αρχική μορφή του και μόλις πριν από λίγες ημέρες τέθηκε προς πώληση από τον γνωστό επιχειρηματία, στον οποίο ανήκει. Η τιμή του ιστορικού ακίνητου ορίστηκε στα 18 εκατ. ευρώ (ή αλλιώς κάτι λιγότερο από τα 16.700 ευρώ ανά τ.μ.) και όπως αναφέρεται στην ιστοσελίδα της Sotheby’s Realty, προσφέρει δύο επιλογές στον επίδοξο αγοραστή. «Σήμερα το διατηρητέο μπορεί να ανακαινισθεί πλήρως ώστε να χρησιμοποιηθεί από τον ιδιοκτήτη είτε για ιδιωτική χρήση ως ένα από τα μοναδικά αρχοντικά της Αθήνας κάτω από την Ακρόπολη είτε ακόμη και για γκαλερί ή μουσείο».
Ένα ακόμη στοιχείο που συνδέει με την ιστορία το πρώην «Αίολος» είναι ότι αυτός ο χώρος είχε επιλεγεί επί Ρωμαϊκής Κατοχής για να στεγάσει τη Βιβλιοθήκη του Αδριανού, που δημιουργήθηκε από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα το 132 μ.Χ. Τα ερείπια της βιβλιοθήκης παραμένουν στο υπόγειο του ακινήτου μέχρι σήμερα και αυτό είναι κάτι που αναμφίβολα λειτουργεί… ενθαρρυντικά στην κοστολόγηση του.
Στο πρόσφατο παρελθόν είχε πέσει στο τραπέζι και η αναβίωσή του ως ξενοδοχείο και απομένει να φανεί αν με την επόμενη ιδιοκτησία μπορεί να ευοδωθεί ένας τέτοιος σχεδιασμός.