Το παράδειγμα του Ισραήλ δείχνει ότι ο εμβολιασμός επιτυγχάνει εντυπωσιακά αποτελέσματα στην αναχαίτιση του κορωνοϊού και ουσιαστικά σκιαγραφεί το μοντέλο για το τέλος της πανδημίας.
Το πρόβλημα είναι όμως ότι δεν έχουν όλες οι χώρες την πολυτέλεια του Ισραήλ για προμήθειες με τόσο πολλές δόσεις εμβολίων και οι ανάγκες για την όσο το δυνατόν ταχύτερη δημιουργία τείχους ανοσίας στον πληθυσμό ουσιαστικά ξεπερνούν την παραγωγική διαδικασία. Τα εμβόλια δεν είναι ατελείωτα και ο κόσμος που περιμένει στην «ουρά» αποτυπώνεται αριθμητικά σε… εννιά μηδενικά.
Οι αντικειμενικές δυσκολίες που υπάρχουν για την παραγωγή επαρκούς ποσότητας για τον εμβολιασμό του παγκόσμιου πληθυσμού, καθιστούν αβέβαιες τις προβλέψεις για το πότε θα μπορούμε να ισχυριστούμε ότι επανήλθαμε στην κανονικότητα. Η «ανοσία της αγέλης» χτίζεται μέρα με τη μέρα, θα έλεγε κανείς όμως ότι αυτό συμβαίνει αργά και… βασανιστικά, αφού η λίστα των νέων θυμάτων ανά 24ωρο αυξάνεται διαρκώς και την ίδια ώρα η οικονομία παραμένει στο «γύψο».
Η Ελλάδα είναι μία από τις χώρες στις οποίες έχει αναπτυχθεί κινητικότητα σχετικά με τη δυνατότητα να αποκτήσει μία από τις πατέντες που κυκλοφορούν ενάντια στην Covid-19 και να παράγει η ίδια εμβόλια.
Όπως ανέφερε σε ρεπορτάζ της η εφημερίδα «Τα Νέα Σαββατοκύριακο», βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη διερευνητικές επαφές και συζητήσεις με φαρμακοβιομηχανίες του εξωτερικού, προκειμένου να εξεταστούν οι προοπτικές συνεργασίας για την παραγωγή του εμβολίου στη χώρα μας.
Οι δύο εταιρίες με τις οποίες υπήρξαν συνομιλίες είναι η Moderna και η ρωσική που παράγει το εμβόλιο Sputnik-V. Είναι τα δύο εμβόλια που ενδιαφέρουν πρωτίστως το υπουργείο Υγείας, καθώς οι υπόλοιπες εταιρείες – όπως η Pfizer – διαθέτουν μονάδες διάσπαρτες στον κόσμο που μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες τους.
Τo project είναι ασφαλώς φιλόδοξο – φανταστείτε την Ελλάδα να παράγει αυτόνομα όσα εμβόλια χρειάζεται – αλλά σκοντάφτει σε αρκετές αντικειμενικές δυσκολίες. Η βασική έγκειται στη χρηματοδότηση αλλά και στην εξασφάλιση της συναίνεσης των ξένων εταιρειών, οι οποίες ανέπτυξαν και κατέχουν τα δικαιώματα της πατέντας. Και αυτό γιατί η ευρεσιτεχνία αποτελεί το πολυτιμότερο περιουσιακό στοιχείο μιας εταιρίας φαρμάκων, την οποία δεν μοιράζεται εύκολα εάν δεν τεθούν αυστηροί όροι που θα εγγυώνται την ασφάλειά της.
Ανάμεσα στις λύσεις που εξετάζονται προκειμένου να καμφθεί η επιφυλακτικότητα των ξένων είναι η προοπτική σύστασης ενός consortium ελληνικών εταιριών, που θα αναλάβουν από κοινού την υλοποίηση των αναγκαίων επενδύσεων για ένα τόσο απαιτητικό εγχείρημα. Υπολογίζεται πως μόνο για τη δημιουργία της μονάδας παραγωγής θα χρειαστεί ένα ποσό ανάμεσα στα 100 και 200 εκατ. ευρώ, ενώ προαπαιτούμενο είναι και η κινητοποίηση σημαντικού αριθμού εργαζομένων υψηλής κατάρτισης. Επιπλέον ο χρονικός ορίζοντας υλοποίησης εκτιμάται από 12 έως 18 μήνες στην καλύτερη περίπτωση και υπό την προϋπόθεση ότι θα υπάρξει συμφωνία και για την παροχή της πρώτης ύλης.
Μια άλλη κρίσιμη παράμετρος στην εξίσωση είναι ο αγοραστής του εμβολίου. Βάσει των δεδομένων που ισχύουν σήμερα, η πώληση δεν γίνεται στην «ελεύθερη αγορά» αλλά μέσα από κρατικές συμφωνίες. Αν δεν εξασφαλιστεί αγοραστής από την πρώτη στιγμή που θα ξεκινήσει η παραγωγή, είναι αδύνατο να δρομολογηθεί η διαδικασία. Με λίγα λόγια το ίδιο το κράτος θα πρέπει να εγγυηθεί ότι αγοράζει το προϊόν που θα παράγεται υπό την αιγίδα του. Στην Ελλάδα όμως αυτά είναι λίγο… περίπλοκα πράγματα. Πόσο μάλλον αν σε δύο-τρία χρόνια από τώρα η ανάγκη για εμβολιασμούς είναι πολύ μικρότερη απ’ ότι σήμερα.
Κοινώς, η βιωσιμότητα της επένδυσης μετά τη λήξη της πανδημίας είναι μια ακόμη πηγή προβληματισμού. Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει ποια θα είναι η εξέλιξη της πανδημίας και εάν χρειαστεί να μονιμοποιηθούν σε ετήσια βάση οι εμβολιασμοί κατά της Covid-19, όπως συνέβη με τη γρίπη H1N1, όπου οι ευπαθείς ομάδες οφείλουν να εμβολιάζονται προληπτικά κάθε χρόνο ώστε να θωρακίσουν τον οργανισμό τους.
Το στοιχείο που λειτουργεί αποτρεπτικά στο όλο εγχείρημα είναι ότι μια μονάδα παραγωγής εμβολίων δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή άλλου φαρμακευτικού προϊόντος, όπως σημείωσε στο εν λόγω ρεπορτάζ κορυφαίος φαρμακοβιομήχανος, υπό το καθεστώς ανωνυμίας. «Η παραγωγή εμβολίων είναι κάτι μονοθεματικό. Δεν μπορείς στη μονάδα αυτή να παράξεις κάτι άλλο, ώστε να πετύχεις την απόσβεση της επένδυσής σου με άλλον τρόπο. Τέτοιου είδους σημαντικές επενδύσεις δεν μπορούν να γίνουν σε καθεστώς πίεσης και πανικού».
Η ιδέα πάντως για τη μεταφορά της πατέντας δημιουργίας εμβολίου σε ελληνική μονάδα παραγωγής δεν έχει εγκαταλειφθεί και φαρμακευτικοί κύκλοι τοποθετούν τις σχετικές αποφάσεις μετά το Σεπτέμβριο. Σύμφωνα με αυτούς, ασκείται μεγάλη πίεση από διάφορες πλευρές για αύξηση της παραγωγής και αποκατάσταση της τροφοδοσίας, ώστε να προχωρήσουν τις εμβολιαστικές εκστρατείες που έχουν σε εξέλιξη τα ευρωπαϊκά κράτη.
Το ελληνικό υπουργείο Υγείας περιμένει σημαντικές ποσότητες εμβολίων τον Απρίλιο, πολύ θα ήθελε όμως να είναι εμπροσθοβαρής και η παράδοση των δόσεων του εμβολίου της Johnson & Johnson. Δεδομένου ότι πρόκειται για το μοναδικό μονοδοσικό, θα αποτελούσε ένα ισχυρό σύμμαχο για τη βελτίωση της υγειονομικής κατάστασης μέσα στην άνοιξη. Η Ελλάδα όμως θα παραλάβει μόνο 70.800 δόσεις τον Απρίλιο, 300.000 δόσεις τον Μάιο και 960.000 δόσεις τον Ιούνιο. Βάσει, πάντα της επίσης ενημέρωσης, τον Απρίλιο αναμένεται να παραδοθούν επίσης 1.100.000 δόσεις της Pfizer, 450.000 της AstraZeneca και περισσότερες από 100.000 δόσεις του εμβολίου της Moderna.