Καλό ταξίδι φίλε μου

Στην καφετιά φάτσα που «τρέχει σε αιώνια λιβάδια».

Εμφανίστηκες μια μέρα στην πόρτα του σπιτιού μας και ζητούσες λίγο νερό. Ήταν Αύγουστος βλέπεις και ο ήλιος ήταν αφόρητος κι εσύ είχες μπόλικο καφέ τρίχωμα. Και σου δώσαμε νερό.

Εμφανίστηκες μια δεύτερη μέρα και έψαχνες για λίγο φαγητό γιατί ποιος ξέρει πώς κατάφερες να επιβιώσεις μέχρι εκείνη τη στιγμή. Και σου δώσαμε φαγητό.

Εμφανίστηκες μια τρίτη ημέρα και αυτή τη φορά θα ήθελες να έχεις και ένα χάδι στο κεφάλι σου γιατί έμοιαζες φοβισμένο. Και σου δώσαμε χάδι κι από τότε δε σταματήσαμε να σου δίνουμε και τα τρία.

Κι ήταν και τα τρία μικρά δείγματα της αγάπης μας για σένα και, ελπίζω, της αγάπης σου για εμάς. Γιατί πώς να μεταφέρεις σε πράξεις την αγάπη που μας έκανες να νιώσουμε για σένα;

Πώς να γίνουν λέξεις τα δάκρυα που ξεχύθηκαν σαν στρατιώτες σε πόλεμο μόλις άφησες την τελευταία σου πνοή;

Θυμάμαι τα απογεύματα που καθόσουν δίπλα στον παππού και περίμενες να σου δώσει το μήλο σου. Θυμάμαι τα καλοκαίρια που έβρισκες δροσιά στο καρπούζι που σου δίναμε. Έτρωγες όλα τα φρούτα, αλλά αυτή τη μπανάνα δεν τη λιγουρεύτηκες ποτέ. Εσύ που είχες φάει μέχρι και vegan κεφτέ, δε μπορούσες τη μπανάνα.

Ένα πρωί, σε είχαν αφήσει για κάποιες ώρες ο παππούς κι η γιαγιά – έμενες μαζί τους μόνο για ένα διάστημα 10 ετών – και όταν γύρισαν, σε βρήκαν να είσαι γεμάτος ρύζια και λάδια γιατί είχες μόλις κατασπαράξει ένα ταψί γεμιστά.

Ένα βράδυ, όταν είχατε πια μετακομίσει μαζί μας, σε είδαμε τυχαία από το μπαλκόνι να τριγυρίζεις στο δρόμο και αναρωτιόμασταν ποιος απ΄όλους μας σε είχε βγάλει βόλτα. Κανείς. Απλώς ήσουν ένα μούτρο που μόλις έβλεπε ντελιβερά έτρεχε να του κουνήσει την ουρά και να αρπάξει ό,τι είχε φέρει. Είχες βγει από το σπίτι για να πάρεις το κατόπι τον ντελιβερά και σε βρήκαμε λίγο πριν στρίψεις. Για μερικά μέτρα και μπορεί από τότε να σε είχαμε χάσει. Ευτυχώς η τύχη μας είχε χαμογελάσει.

Αν και είχες τετραπέρατο μυαλό και θα έβρισκες το δρόμο για το σπίτι. Όσο έμενες στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς, το είχες σκάσει κάμποσες φορές και πάντα γύριζες να χτυπήσεις την πόρτα.

Την Πρωτοχρονιά και το Πάσχα σε τρόμαζαν τα βεγγαλικά και έτρεχες να κρυφτείς στην κουζίνα καθώς έτρεμες. Σου φέρναμε φαγητό στο πιάτο σου, αλλά δε μπορούσες να το φας γιατί φοβόσουν. Περνούσες δύο ημέρες κλεισμένος εκεί. Ποιος ξέρει τι τρόμους είχες ζήσει πριν σε βρούμε, πριν μας βρεις..;

Ήσουν πάντοτε φιλικός με τον κόσμο, καθόσουν να σε χαϊδέψει ο κάθε ένας, μέχρι και πιθανός κλέφτης. Κουνούσες σε όλους την ουρά σου.

Ήσουνα ζηλιάρης. Κυνηγούσες το κουνέλι όποτε το βγάζαμε από το κλουβί, δεν τα πήγαινες καλά με τον γάτο που είχαμε όταν είχες πρωτοέρθει. Τι άλλο μπορούσαμε να κάνουμε από το να σε αγαπήσουμε και να ενδώσουμε σε αυτόν σου τον «εγωισμό»; Σου ανήκαμε.

Έφυγαν σχεδόν 15 χρόνια έτσι. Τον τελευταίο χρόνο πέρασες σκαμπανεβάσματα, μα πάντα έβγαινες πιο δυνατός και μας έκανες να σε θαυμάζουμε όλο και περισσότερο.

Κάθε φορά που γυρίζαμε σπίτι, πεταγόσουν από τον ύπνο και έτρεχες να μας προϋπαντήσεις. Στα ντουζένια σου έκανες έρωτα στην κουβέρτα. Πηδούσες σε όλα τα κρεβάτια και κοιμόσουν στα πόδια μας κι εμείς μαζευόμασταν για να μη σε ενοχλήσουμε, να έχεις όλο το χώρο δικό σου. Όσα ζόρια και να είχαμε, αρκούσε να δούμε τη χαρούμενη μπουρδόφατσα σου για να αλλάξει όλη μας η μέρα. Τα τελευταία 5 χρόνια δεν θυμάμαι να υπήρξε γεύμα που να έφαγα χωρίς να τρώμε μαζί, χωρίς να με κοιτάς για μια ακόμα μπουκιά.

Δεν υπήρξε ούτε μία φορά που να επιτέθηκες σε άλλο σκυλί. Σε μια βόλτα σου επιτέθηκε ένα πίτμπουλ και τρόμαξα όσο δεν πάει. Τότε άρχισα να έχω εφιάλτες για σένα και κατάλαβα ότι είχες γεμίσει όλες μου τις μνήμες.

Αυτή τη φορά δε μπόρεσες να αντέξεις λίγο ακόμα. Μας αφήνεις ένα τρομακτικό κενό στη ζωή. Δεν έχουμε αναμνήσεις πριν από σένα. Η λήθη θα φροντίσει, δυστυχώς, να έχουμε αναμνήσεις μετά από σένα. Όμως αυτά τα 15 χρόνια έχουν φυλαχτεί κάπου στο θησαυροφυλάκιο του σύμπαντος.

Σε αυτό το σπίτι ήσουν ο αδελφός μου και το παιδί μου, ήσουν ο φίλος μου. Θα είναι τρομερό κρίμα να μην υπάρχει ένα μέρος για τις ψυχές μετά από τη ζωή. Θα είναι άδικο να μη με περιμένετε μαζί με τον παππού κάπου…

Εκείνη την ημέρα που σου ανοίξαμε πρώτη φορά την πόρτα, δεν ξέραμε ότι θα ήταν η ευτυχέστερη μέρα της ζωής μας. Το μάθαμε ένα βροχερό πρωινό του Απρίλη.

Ήθελα να ζήσεις για πάντα. Ήθελα να ανταλλάξω 20 χρόνια της ζωής μου για 20 χρόνια παραπάνω δικής σου ζωής. Με την ελπίδα να φεύγαμε μαζί. Με αυτό το κείμενο, ελπίζω να γίνεις αιώνιος. Όπως αξίζει σε σένα και σε κάθε ζώο που μας μαθαίνει τι θα πει αγάπη ανιδιοτελής!

Ξέρω, κι ας ήσουν ζηλιάρης, ότι θα ήθελες να πάμε παρακάτω. Δεν ξέρω πότε θα συμβεί αυτό. Συγχώρα με που θα θελήσω κάποτε να δώσω την ίδια αμέριστη αγάπη σε ένα άλλο ζώο. Θα βλέπω πάντοτε τα μελιά σου μάτια και την τριχωτή σου μουσούδα σε όλα τα σκυλιά.

Συγχώρα με που δεν έχω αντοχές για άλλα δάκρυα. Τα τελευταία στάζουν πάνω στο πληκτρολόγιο με αυτό το κείμενο, καθώς σε σκέφτομαι Ρόμπι μου.

Ήσουν μου και ήμουν σου, ανταλλάξαμε κυριότητες και κανένας θάνατος δεν το ξεγράφει αυτό!

Υ.Γ. Βάλτε ένα αδέσποτο στη ζωή σας, είτε από το δρόμο είτε από κάποια φιλοζωική. Κι αν δε μπορείτε να το βάλετε στο σπίτι σας, ακόμα και η δωρεά θα προσφέρει βοήθεια. Και στα ζώα και στους ανθρώπους που θέλουν να επουλώσουν τις πληγές που τους αφήνουμε…

Υ.Γ.1

Στο παλιό ξενοδοχείο του θανάτου

Κάποιος μπαίνει

Και ξαπλώνει με τα ρούχα του Σαββάτου

Και πεθαίνει

Είναι Αύγουστος, οι μέρες σαν αδέσποτα σκυλιά

γυρνούν στο δάσος