Η αρχαία πόλη Shangdu της Κίνας, γνωστή επίσης ως Xanadu (ελληνιστί Ζαναντού) ήταν η θερινή πρωτεύουσα της δυναστείας των Γιουάν και έμεινε στην ιστορία ως σύμβολο μεγαλείου και χλιδής.
Αυτό ήταν το όνομα που έδωσε ο Όρσον Γουέλς στο ανάκτορο – έπαυλη του φανταστικού μεγαλοεκδότη Τσαρλς Φόστερ Κέιν, στο κινηματογραφικό αριστούργημα «Πολίτης Κέιν» (1941).
Και προς τιμήν αυτού έτσι τιτλοφορήθηκε (Ζαναντού 2.0.) η ασύλληπτης μεγαλοπρέπειας έπαυλη του Μπιλ Γκέιτς, στα προάστια του Σιάτλ και στις όχθες της λίμνης Ουάσινγκτον. Μια «αυτοκρατορική» κατοικία έξι στρεμμάτων, που μεταξύ άλλων διαθέτει γυμναστήριο με τοίχους επενδεδυμένους με πέτρα από βουνοκορφή των Βραχωδών Ορέων, πισίνα 30 μέτρων, ρυάκι για ψάρεμα πέστροφας και σολομού (!), αίθουσα τραμπολίνου και χώρο περιποίησης spa.
Η οικογένεια Γκέιτς κάλυψε την προσωπική της ζωή κάτω από πέπλο άκρας μυστικότητας και οι λεπτομέρειες του παραθαλάσσιου συγκροτήματος, αξίας 131 εκατ. δολαρίων, είχαν κρατηθεί κρυφές, χάρη και στην αγορά των γύρω οικοπέδων από τους Γκέιτς, προκειμένου να αποκλειστούν επίδοξα «αδιάκριτα» μάτια περιπατητών. Σε ένα φιλανθρωπικό πλειστηριασμό του 2009, η τιμή για την επίσκεψη ενδιαφερόμενων στην έπαυλη ξεκίνησε από τα 5.000 ευρώ και «έκλεισε» στα 35.000!
Δύο χρόνια νωρίτερα πάντως, ένας νεαρός ασκούμενος στη Microsoft εξασφάλισε άδεια για τη δημοσίευση άρθρου στο προσωπικό του μπλογκ, όπου και περιέγραψε την εμπειρία του από την επίσκεψή του στην οικία των Γκέιτς. Όπως είχε αναφέρει, η άμμος της παραλίας στην όχθη της λίμνης εισήχθη από τη Χαβάη, ενώ το σπίτι είναι κατασκευασμένο από ανοιχτόχρωμο ξύλο, το οποίο προέρχεται από το περίφημα έλατο Ντάγκλας. «Διαβαίνοντας την έπαυλη του Γκέιτς είναι σαν να διασχίζεις δρόμο του “Τζουράσικ Παρκ”», έγραφε έμπλεος κατάπληξης ο ασκούμενος.
Αυτό το… φτωχικό αναρωτιούνται πλέον πολλοί σε ποιου το «Ε9» θα καταλήξει μετά την είδηση για το διαζύγιο ανάμεσα στον Μπιλ και τη Μελίντα Γκέιτς.
Το ζευγάρι, το οποίο διαχειρίζεται και θα πρέπει τώρα να μοιράσει (;) μια περιουσία αξίας περίπου 124 δισεκατομμυρίων δολαρίων, δεν είχε κοινό όραμα για τον τόπο κατοικίας του. Η έπαυλη ήταν «το όνειρο του εργένη και ο εφιάλτης της νύφης», ανέφερε το 2008 στο προφίλ της Μελίντα Γκέιτς το περιοδικό Fortune, εξηγώντας ότι διαθέτει «τόσες συσκευές λογισμικού και οθόνες υψηλής τεχνολογίας που αισθανόμουν ότι ζω μέσα σε ένα βιντεοπαιχνίδι».
Αυτή ήταν και η βασική διαφωνία των δύο. Τα έργα είχαν ξεκινήσει προτού ακόμα ο Γκέιτς παντρευτεί την Μελίντα Αν Φρεντς (1994), αλλά ανεστάλησαν μετά την άφιξη της στο Σιάτλ. Η πρώην πια σύζυγος του Αμερικανού μεγιστάνα επέμεινε ότι το σπίτι έπρεπε να είναι κατάλληλο για οικογένεια και όχι συμβατό μόνο για τις ανάγκες ενός «μάγου» των υπολογιστών, ασκώντας επιρροή για την αλλαγή των τελικών σχεδίων.
Ο ίδιος ο Γκέιτς είχε εκφράσει σε βιβλίο του το 1995 το όραμα του για διαμονή σε ένα τεχνολογικό ναό, ένα «έξυπνο σπίτι», που θα επιτρέπει σε ιδιοκτήτες και προσκεκλημένους να επικοινωνούν με συσκευές και κάθε είδους εξοπλισμό χάρη σε αισθητήρες. Ελάχιστοι γνωρίζουν – και όσοι έμαθαν δεν το αποκάλυψαν ποτέ – σε τι ποσοστό πέρασε ο Γκέιτς τις δικές του «τεχνολογικές» αξιώσεις στη σχεδίαση του σπιτιού, το οποίο πιθανόν να είναι και το τελικό κριτήριο για τον επόμενο διαχειριστή του.
Από την άλλη βέβαια, αν πρέπει να μοιράσεις 124 δισεκατομμύρια δολάρια, ίσως και να μην δίνεις… δεκάρα τσακιστή για 131 εκατομμυριάκια.