Πολύς λόγος έχει γίνει και εξακολουθεί να γίνεται για το χρονικό διάστημα που ο οργανισμός είναι θωρακισμένος έναντι στον Sars-Cov-2 μετά τον εμβολιασμό ή την παραγωγή αντισωμάτων από τη λοίμωξη.
Καθώς οι επιστήμονες εξακολουθούν να μελετούν άτομα που έχουν εμβολιαστεί, το διάστημα που διαρκεί η ανοσία του ανθρώπινου οργανισμού δεν είναι απόλυτο και από τις σχετικές έρευνες θα εξαρτηθεί πότε και πόσο συχνά μπορεί να χρειαστούν πρόσθετες δόσεις του εμβολίου.
Τα εμβόλια που είναι ήδη σε κυκλοφορία έχουν σχεδιαστεί για να λειτουργούν ενάντια σε μια συγκεκριμένη ακίδα πρωτεΐνης του κορωνοϊού. Εάν ο ιός μεταλλάσσεται διαρκώς με την πάροδο του χρόνου, τα εμβόλια μπορεί να χρειαστεί να κάνουν update για να ενισχύσουν την αποτελεσματικότητά τους.
Σύμφωνα με τα μέχρι στιγμής δεδομένα, τα εμβόλια των Pfizer, Moderna και Astrazeneca παραμένουν εξαιρετικά αποτελεσματικά για τουλάχιστον έξι μήνες και πιθανότατα περισσότερο, μετά τη δεύτερη απαιτούμενη δόση (πιο μικρό είναι το διάστημα προστασίας που παρέχει το σκεύασμα της Johnson).
Ωστόσο, όπως τονίζουν οι ειδικοί, τα αντισώματα δεν «λένε» ολόκληρη την ιστορία. Για να καταπολεμήσουμε έναν εισβολέα όπως ο Sars-CoV-2, το ανοσοποιητικό μας σύστημα έχει άλλη μία γραμμή άμυνας που ονομάζεται Τ και Β λεμφοκύτταρα, μερικά από τα οποία μπορούν να μείνουν στην «περιοχή» για μεγάλη διάρκεια μετά τη μείωση των επιπέδων αντισωμάτων. Εάν έρθουν αντιμέτωπα με τον ίδιο ιό στο μέλλον, αυτά τα κύτταρα, που έχουν «δοκιμαστεί στη μάχη», θα μπορούσαν ενδεχομένως να ενεργοποιηθούν πιο γρήγορα. Ακόμα κι αν δεν μπορούν να εξολοθρεύσουν πλήρως τον «εχθρό», θα μπορούσαν να βοηθήσουν σημαντικά. Αλλά ποιος είναι ακριβώς ο ρόλος που μπορεί να διαδραματίσουν αυτά τα κύτταρα «μνήμης» στον κορωνοϊό – και για πόσο καιρό – δεν είναι ακόμη ξεκάθαρο.
Μια πρόσφατη μελέτη ωστόσο ήρθε να ρίξει λίγο περισσότερο φως σε αυτό το επίπεδο, αποδεικνύοντας ότι στον ανθρώπινο οργανισμό κρύβεται ένας σημαντικός σύμμαχος κατά της Covid-19, ο οποίος μπορεί να εξασφαλίσει πολύ μακρά ανοσία από τον κορωνοϊό SARS-CoV-2, ακόμη και δια βίου.
Συγκεκριμένα, η εν λόγω έρευνα εντόπισε σε αναρρώσαντες από ήπια COVID-19 κύτταρα μυελού των οστών που μπορούν να πυροδοτήσουν τον σχηματισμό αντισωμάτων μεγάλης διάρκειας, έως και δεκαετιών.
Η μελέτη που δημοσιεύτηκε στο Nature, διαπίστωσε ότι τα Β-κύτταρα μνήμης (β-λεμφοκύτταρα) και τα κύτταρα του μυελού των οστών (κύτταρα πλάσματος, εξέλιξη των Β-κυττάρων) αναλαμβάνουν να αμυνθούν όταν τα αντισώματα και οι πλασμαβλάστες – βραχύβια κύτταρα που εκκρίνουν αντισώματα – εξασθενούν μετά την καταπολέμηση του παθογόνου εισβολέα.
Πρώιμες μελέτες για την ανοσολογική απόκριση είχαν καταλήξει σε ανησυχητικά ευρήματα για τη ραγδαία μείωση αντισωμάτων μετά την ανάρρωση, ωστόσο τα νέα ευρήματα είναι πολύ πιο ενθαρρυντικά. Η επιστημονική ομάδα εξέτασε την παραγωγή αντισωμάτων σε 77 αναρρώσαντες από ήπια Covid-19, στην πλειονότητα των περιπτώσεων. Αν και, αναμενόμενα, τα επίπεδα αντισωμάτων έναντι του SARS-CoV-2 υποχώρησαν σημαντικά στους τέσσερις μήνες από τη μόλυνση, οι ερευνητές μπόρεσαν να εντοπίσουν αντισώματα που αναγνώριζαν την πρωτεΐνη-ακίδα του ιού έως και 11 μήνες μετά.
Σε δεύτερο στάδιο, οι επιστήμονες συνέλεξαν Β-λεμφοκύτταρα και κύτταρα πλάσματος από μια υποομάδα των συμμετεχόντων, οι περισσότεροι απ’ τους οποίους διατηρούσαν Β-λεμφοκύτταρα που αναγνώριζαν τον ιό επτά μήνες από τα πρώτα συμπτώματα. Όσον αφορά τα κύτταρα πλάσματος, εντόπισαν πολύ χαμηλές αλλά ανιχνεύσιμες συγκεντρώσεις τους, ο σχηματισμός των οποίων είχε ενεργοποιηθεί από την αρχική λοίμωξη επτά με οκτώ μήνες πριν. Τα επίπεδα παρέμειναν σταθερά και στους πέντε συμμετέχοντες που έδωσαν ξανά δείγμα μυελού των οστών κάποιους μήνες αργότερα.
«Ένα κύτταρο πλάσματος κρύβει όλη την ιστορία του βίου μας σχετικά με τα παθογόνα στα οποία έχουμε εκτεθεί», αναφέρει ο Ali Ellebedy, ανοσολόγος Β-λεμφοκυττάρων στο Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον για τα κύτταρα που μπορούν να παράγουν αντισώματα δεκαετίες μετά τη νόσηση.
Μέχρι στιγμής, η επιστημονική ομάδα του Δρ Ellebedy έχει παρατηρήσει πρώιμες ενδείξεις ότι το εμβόλιο της Pfizer θα πρέπει να πυροδοτεί την παραγωγή τέτοιων κυττάρων. Ωστόσο είναι πρώιμο να μιλήσει κανείς για μακρόβια ανοσία στην Covid-19, λόγω της ικανότητας των παραλλαγών του SARS-CoV-2 να εξασθενίζουν την προστατευτική δράση των αντισωμάτων. Συνεπώς, σε πρώτη φάση το ενδεχόμενο να παρακαμφθεί η αναμνηστική δόση εμβολίου φαίνεται να συγκεντρώνει ελάχιστες πιθανότητες, εκτός βέβαια και αν έως το φθινόπωρο έχει εξασθενήσει ο ίδιος ο ιός μέσω των μεταλλάξεων του.