Σε ένα μουσικό χώρο για τον οποίο το ρεμπέτικο αποτελεί εδώ και πολλά χρόνια πολιτιστικό κειμήλιο μιας άλλης Ελλάδας, ο Γιάννης Λεμπέσης είναι ο ρομαντικός συνεχιστής του είδους, ο τελευταίος γνήσιος ρεμπέτης, που παραμένει ενεργός έως σήμερα, στα 65 χρόνια του.
Ενεργός υπό την έννοια ότι δεν ερμηνεύει μόνο τις μεγάλες ρεμπέτικες δημιουργίες του παρελθόντος – όπως τόσοι και τόσοι έχουν κάνει – αλλά συνεχίζει να προσθέτει ως συνθέτης και στιχουργός στη μορφή αυτή του λαϊκού τραγουδιού που σε δημιουργικό επίπεδο έμοιαζε να έχει για χρόνια πέσει σε λήθαργο.
Η καριέρα του ξεκίνησε ερασιτεχνικά, όταν φοιτητής ακόμα έπαιζε και τραγουδούσε σε ταβερνάκια της Αθήνας και του Πειραιά. Το 1981 πήρε το πτυχίο του από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, όμως η μουσική και το μπουζούκι ήταν το πάθος του και μετά τη γνωριμία του το 1976 με τον σπουδαίο μελετητή του ρεμπέτικου, Παναγιώτη Κουνάδη, το «μικρόβιο» μεταλαμπαδεύτηκε.
Πριν ακόμα ανέβει στο πάλκο έπαιζε και τραγουδούσε χιλιάδες παλιά ρεμπέτικα και σμυρναίϊκα τραγούδια, δεν αρκέστηκε όμως σε αυτά. Το 1986 κυκλοφόρησε ο πρώτος προσωπικός δίσκος του με τίτλο «Σας μιλάω σοβαρά», σε δικούς του στίχους και μουσική, ενώ το 1999 ο έβδομος της επαγγελματικής πορείας του έγινε χρυσός.
Έχοντας τραγουδήσει προφανώς – μεταξύ άλλων – και τα εκατοντάδες απαγορευμένα, δεν φανταζόταν ποτέ ότι θα γινόταν και ο ίδιος αποδέκτης μιας τέτοιας απαγόρευσης, για την ακρίβεια της τελευταίας που έχει γίνει στην Ελλάδα για ένα τραγούδι.
Ήταν το τραγούδι «Τρέμω για το μέλλον», που γράφτηκε το Μάρτιο του 1991 και θεωρήθηκε ανάρμοστο από την τότε επιτροπή λογοκρισίας, που είχε στην αρμοδιότητά της το φιλτράρισμα της τέχνης. Ουσιαστικά το τραγούδι κόπηκε για το στίχο «Τι παιδιά να βγάλεις σ’ αυτήν την κοινωνία, πρέζα αντί για γνώση δίνουν στα σχολεία» και είναι βέβαια εντυπωσιακό το πόσο έχουν αλλάξει οι εποχές ώστε να περνούν σήμερα ανεξέλεγκτα στην εφηβεία όλα αυτά τα θλιβερά μηνύματα των εκπροσώπων του ελληνικού trap.
Είμαι σε μεγάλο, κουκλί μου, δίλλημα
μέσα απ’ την καρδιά μου άκου μήνυμα.
Και σε αγαπάω και σε λαχταρώ
μα να προχωρήσω πιο πέρα δεν τολμώ.
Τρέμω για το μέλλον βρε κορίτσι μου
φόβος μ’ έχει πιάσει μα την πίστη μου.
Τι παιδιά να βγάλεις σ’ αυτήν την κοινωνία
πρέζα αντί για γνώση δίνουν στα σχολεία.
Όλα αμφισβητούνται και μπερδεύονται
ηθικές κι αξίες ταλαντεύονται.
Μια εικόνα δήθεν όμορφης ζωής
στην ουσία όμως σε φάση παρακμής.
Τρέμω για το μέλλον…
Στο ρυπογόνο νέφος των σλόγκαν, των σουξέ
κάτι σωστό αν τολμήσεις περνάει βερεσέ
και κάτι αεριτζήδες σ’ αυτήν τη σύγχυση
τα καταφέρνουν να χουν βάρος κι απήχηση.
Τρέμω για το μέλλον…
Άλλους τους βολεύει αυτή η κατάσταση
κι άλλοι ζουν κομπάρσοι σε φλου παράσταση.
Κι άλλοι ευτυχισμένοι για τα δεδόμενα
αφού κάθε εβδομάδα βγάζουν και γκόμενα.
Τρέμω για το μέλλον…
Τη σκυτάλη από τον λαϊκό τροβαδούρο πήρε ο σπουδαίος δημοσιογράφος της «Ελευθεροτυπίας» Γιώργος Βότσης, το άρθρο του οποίου τη 19η Μαρτίου 1991 (με τίτλο «Λογοκρισία») έφερε τα πάνω – κάτω.
Ο Γιώργος Βότσης στηλίτευε την πρακτική της λογοκρισίας στην τέχνη, χαρακτηρίζοντας αναίτιο «θύμα» της τον Γιάννη Λεμπέση με την ειρωνική αναφορά ότι αν κάποιος πρέπει να λογοδοτήσει για υπονόμευση «ηθικών και αξιών» είναι αυτός. Το σχόλιο είχε αντίκτυπο και λίγες ημέρες αργότερα ο τότε υπουργός Προεδρίας της κυβέρνησης, Μιλτιάδης Έβερτ, ανήγγειλε την κατάργηση της λογοκρισίας στο ελληνικό τραγούδι.
Το «Τρέμω για το μέλλον» μπορεί στιχουργικά να υπολείπεται άλλων τραγουδιών με κοινωνικά μηνύματα, ασφαλώς όμως με όσα «σκουπίδια» κυκλοφορούν σήμερα αφιλτράριστα, ο Γιάννης Λεμπέσης πρέπει να αφηγείται με θυμηδία ότι ήταν ένα δικό του τραγούδι αυτό που λογοκρίθηκε στην Ελλάδα για το στίχο του.