Όλοι κάποτε ψάξαμε τουλάχιστον μια φορά σαν τρελοί να βρούμε εκείνο τον αναπτήρα που κρυβόταν κάπου μέσα στο σπίτι, ακόμα ζωντανός, όταν όλοι οι άλλοι είχαν πεθάνει.
Γκεσταριλίκι στην ιστορία του κάνει το 20άρικο που του συνέβη κάτι κακό και μια φρυγανιά που στο τέλος του μήνα κάθε φοιτητής της την έχει πέσει με την ατάκα «νοστίμισες ή έχω καιρό να φάω»;
Ο αναπτήρας που αρνείται να πεθάνει
Συνήθως άσπρος ή γαλάζιος, από αυτούς τους bic τους μεγάλους, τους άβολους. Που δεν στριμώχνονται εύκολα στο πακέτο ή στην τσέπη και δεν είναι πολύ δημοφιλείς. Μέχρι τη στιγμή που θα διαπιστώσεις ότι ο κανονικός ο δικός σου τίναξε τα πέταλα και δεν έχεις να ανάψεις δύο η ώρα τη νύχτα. Αν ζεις ακόμα με τη μάνα σου ή (ακόμα καλύτερα) παίζει γιαγιά στο σπίτι, δεν χρειάζεται να ψάξεις πολύ για να «σβήσεις» την ανάγκη σου. Τράβα στο εικονοστάσι και θα τον βρεις εκεί να σε περιμένει δίπλα στο καντηλάκι κι ανάμεσα σε ασπρόμαυρες φωτογραφίες προγόνων σου σε awkward πόζες. Χωρίς χαμόγελο, στημένοι λες και είναι στο απόσπασμα.
Αυτός ο αναπτήρας είναι εκεί και δεν λέει να πεθάνει. Έχει, βλέπεις, αποφύγει τις κακές παρέες τόσα χρόνια. Έχει περάσει μια ήσυχη ζωή ως καντηλανάφτης. Ούτε άγχη ούτε κάπνισμα ούτε καταχρήσεις ούτε ξενύχτια ούτε ποτά. Μόνο λίγη παραφίνη πού και πού. Τον παίρνεις στα χέρια σου κι ετοιμάζεσαι να του δώσεις να ανάψει το πρώτο του τσιγάρο. Έτσι είναι φίλε. Άθεος μέχρι να βρεις αυτό που ψάχνεις κάτω από την εικόνα του Αγίου Διονυσίου…
Το 20άρικο που του συνέβη κάτι κακό
Δεν θυμάσαι ποτέ να τα «σκάτε» και να είσαι εσύ το κορόιδο που τα «φυλάει». Διάολε, δεν είσαι τόσο μεγάλος για να έχεις πάθει αχνάιμερ, αλσάιμερ, αλτσχάιμερ ή όπως αλλιώς το λένε. Μπα, δεν θα παίζατε κρυφτό. Αν παίζατε, την ώρα που βρήκες το 20άρικο μέσα στο παντελόνι που είχες να φορέσεις πέντε μήνες, αυτό θα έτρεχε για να κάνει «φτου ξελευτερία».
Εκείνο, όμως, κάθεται εκεί ζαρωμένο και κουλουριασμένο, αποφεύγοντας τη βλεμματική επαφή. Δεν μπορεί, κάτι κακό θα του έχει συμβεί για να ψάξει να βρει καταφύγιο και να μείνει κρυμμένο τόσο καιρό εκεί μέσα. Καλό είναι να μην παίξεις άλλο με τα συναισθήματά του και να το απομακρύνεις από το σπίτι σου που προφανώς το έχει φοβίσει το καημένο το χαρτονόμισμα. Μπορεί να ήταν ο σκύλος, ίσως να έχει φαντάσματα. Ποιος ξέρει σε τι βρώμικα χέρια είχε βρεθεί και τι το ανάγκασαν να κάνει…
Δεν προλαβαίνεις να το ψάξεις τώρα. Θα διεξαχθεί αργότερα ΕΔΕ όπου το σκυλί θα κληθεί να δώσει εξηγήσεις. Αυτό που προέχει είναι να βρει το 20άρικο ένα φιλόξενο μέρος για να περάσει το βράδυ. Ο μήνας έχει 28, είναι αργά και δεν έχεις πολλές επιλογές. Πας και το αφήνεις στο απέναντι γυράδικο να απλωθεί στην ταμειακή μηχανή του κυρ-Φώτη. Επιστρέφεις με τρία πιτόγυρα, μια κοακολα μισόλιτρη και τα ρέστα. Το 20άρικο δεν τα κατάφερε, αλλά έγινε δωρητής οργάνων. Δύο ταλιράκια κι ένα δίευρο… R.I.P…
Φρυγανιά, αυτή η γοητευτική άγνωστη…
Την ήξερες μόνο φατσικά. Ένα γεια έτσι στα σύντομα, κάθε φορά που η δικιά σου την χάιδευε απαλά με την πλάτη του μαχαιριού αλείφοντάς την με φυτικό λίπος χαμηλών λιπαρών και ελατόμελο. Έτσι χάλια που είχες γίνει εσύ πασαλειμμένος με μαρμελάδες και βούτυρα που τα κατάπινες ξεροσφύρι, δεν είχες χρόνο για περισσότερα. Απλά αναρωτιόσουν πώς είναι δυνατό να αρέσει στις γυναίκες αυτό το στεγνό, άνυδρο, τραχύ κατασκεύασμα που κάνει «χράτσα-χρούτσα». Ώσπου ένα βράδυ σε έκοψε η λόρδα…
Λίγο το στομάχι σου που γουργούριζε σαν τις Βαλκυρίες του Βάγκνερ, λίγο ο χαμηλός φωτισμός των κεριών επειδή είναι τέλος του μήνα και πάλι δεν είχες λεφτά να πληρώσεις τη ΔΕΗ, λίγο το ότι δεν έχεις λεφτά γενικά και αυτό στα μάτια της σε έκανε να μοιάζεις με γοητευτικό χαμίνι σε βιβλίο του Όλιβερ Τουίστ, ήρθατε πιο κοντά ο ένας στον άλλον εσύ και η φρυγανιά.
Και όπως κατάλαβες όταν τη σκέπασες με κέτσαπ, μουστάρδα, λαδορίγανη και ένα-δύο πραγματάκια ακόμη που βρήκες σε ένα συρτάρι κι έμοιαζαν πως μπορούν να φαγωθούν χωρίς σοβαρές παρενέργειες, δεν κάνει «χράτσα-χρούτσα» στο στόμα από καπρίτσιο. Είναι απλά εύθραυστη ψυχούλα αυτή η μέχρι χθες γοητευτική άγνωστη, την οποία είχες παρεξηγήσει μέχρι την ώρα που σου γέμισε την καρδιά κοιλιά.