Περισσότεροι από 300 άνθρωποι έχουν χάσει τη ζωή τους στην προσπάθειά τους να φτάσουν στην κορυφή του Έβερεστ, ενώ αμέτρητοι άλλοι έχουν τραυματιστεί. Οι κίνδυνοι όμως δεν αρχίζουν από την εκκίνηση της ανάβασης, αλλά πολύ πριν την άφιξη στην κατασκήνωση βάσης.
Ο πιο συνηθισμένος τρόπος για να φτάσουν οι ορειβάτες στην περιοχή των Ιμαλαΐων είναι η πτήση έως τον μικρό οικισμό Λούκλα, ο οποίος βρίσκεται σε υψόμετρο 2.850 μέτρων.
Όλες οι εναλλακτικές περιλαμβάνουν πολυήμερη πεζοπορία, κι έτσι οι πτήσεις από την πρωτεύουσα του Νεπάλ, το Κατμαντού, έως τη Λούκλα είναι καθημερινές, προκειμένου να μειωθεί σε μεγάλο βαθμό ο χρόνος πρόσβασης έως του πρόποδες του Έβερεστ. Αν και ο χρόνος πτήσης είναι μόλις 25-30 λεπτά, τα δύο αεροδρόμια είναι τόσο διαφορετικά όσο η νύχτα με τη μέρα.
Συνδυασμός όλων των μειονεκτημάτων
Υπάρχουν διάφοροι λόγοι για τους οποίους ένα αεροδρόμιο μπορεί να είναι… απεχθές σε έναν πιλότο. Μερικές φορές είναι ο σύντομος διάδρομος, όπως σε πολλά ελληνικά νησιά. Μέρη όπως το Γιβραλτάρ υποφέρουν από τακτική διάτμηση του ανέμου, ενώ το ορεινό έδαφος που περιβάλλει αεροδρόμια όπως αυτό του Ίνσμπρουκ δημιουργεί προφανείς ανησυχίες. Τα αεροδρόμια σε μεγάλο υψόμετρο εγκυμονούν κινδύνους λόγω της επίδρασης που έχει η χαμηλή ατμοσφαιρική πίεση στον χειρισμό ενός αεροπλάνου.
Στο αεροδρόμιο Τένζινγκ – Χίλαρι της Λούκλα δεν αντιστοιχεί μόνο ένας από αυτούς τους κινδύνους, αλλά όλοι μαζί. Είναι αυτό που θεωρείται το πιο επικίνδυνο του κόσμου. Γνωστός ως «η πύλη προς το Έβερεστ», ο διάδρομος προσγείωσης του αεροδρομίου είναι τοποθετημένος στην πλαγιά ενός βράχου ανάμεσα σε βουνά, με τον γκρεμό να βρίσκεται στο τέλος του.
Ο αερολιμένας περιβάλλεται από όλες τις πλευρές από απότομο, ορεινό ανάγλυφο. Σε αυτά τα υψόμετρα, η πυκνότητα του αέρα είναι σημαντικά χαμηλότερη από ό,τι στο επίπεδο της θάλασσας και αυτό έχει αρνητικό αντίκτυπο στην ποσότητα ισχύος που παράγεται από τους κινητήρες των αεροσκαφών, μειώνοντας την ανύψωση. Επιπλέον, η μειωμένη αντίσταση του αέρα καθιστά πιο δύσκολη την επιβράδυνση του αεροπλάνου. Σε μεγάλα υψόμετρα είναι ακόμα πιο σημαντικό να είναι μακρύς ο διάδρομος προσγείωσης. Στο Τένζινγκ – Χίλαρι όμως το μήκος του είναι μόλις 527 μέτρα, όταν οι διάδρομοι προσγείωσης σε πολλά από τα διεθνή αεροδρόμια του κόσμου ξεπερνούν τα 3.000μ.
Την κατάσταση δυσχεραίνει η τοποθεσία, η περιστοίχιση δηλαδή από ψηλά βουνά. Η ευκαιρία που έχει ο πιλότος για προσγείωση είναι μόνο μία, δεν υπάρχει οδός διαφυγής. Μόλις ένα αεροσκάφος ξεκινήσει την προσέγγισή του, πρέπει απαραιτήτως να προσγειωθεί. Δεδομένου αυτού, επιτρέπεται να προσγειώνονται μόνο ελικόπτερα και μικρά αεροπλάνα, που είναι πιο ευέλικτα και δεν χρειάζονται ίδιο μέγεθος αεροδιαδρόμου.
Σε όλα αυτά προστίθεται και ο καιρός στα Ιμαλάια, που είναι εξαιρετικά απρόβλεπτος. Ξαφνική ομίχλη, καταιγίδες ή χιονόπτωση είναι πάντα πιθανά. Παρά τη μικρή απόσταση και τον σύντομο χρόνο πτήσης, ο καιρός στη Λούκλα μπορεί συχνά να είναι εντελώς διαφορετικός από το Κατμαντού και μάλιστα μπορεί να αλλάξει ενώ το αεροπλάνο είναι καθ’ οδόν.
Οι ξαφνικές ακυρώσεις είναι πολύ συχνές, ενώ δεν σπανίζουν και οι περιπτώσεις που τα αεροσκάφη επιστρέφουν πίσω στο Κατμαντού. Οι περισσότερες πτήσεις είναι προγραμματισμένες για νωρίς το πρωί, καθώς όσο μειώνεται το φως τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες συννεφιάς ή ομίχλης και άρα κακής ορατότητας, που σε αυτές τις συνθήκες μπορεί να αποβεί καταδικαστική. Όπως συνέβη το 2008 στην πτήση 103 της Yeti Airlines. Ο πιλότος είχε χάσει την οπτική επαφή λόγω πυκνής ομίχλης κατά την τελική προσέγγιση, αλλά πήρε την απόφαση να επιχειρήσει μια εμπειρική προσγείωση. Ήταν τελικά ο μόνος που επέζησε από τους 19 επιβαίνοντες του αεροσκάφους.
Η Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας του Νεπάλ θέτει πλέον υψηλά πρότυπα για τους πιλότους. Για να προσγειωθούν στο Λούκλα θα πρέπει να έχουν ολοκληρώσει 100 πτήσεις σύντομης απογείωσης και προσγείωσης, να έχουν τουλάχιστον ένα έτος τέτοιας εμπειρίας στο Νεπάλ και να έχουν ολοκληρώσει με επιτυχία δέκα πτήσεις στη Λούκλα με πιστοποιημένο εκπαιδευτή.
Επαναλαμβανόμενη τραγωδία
Το Τένζινγκ – Χίλαρι είναι ένας από τους λόγους που το Νεπάλ θεωρείται το πιο επικίνδυνο μέρος στον κόσμο για να πετάξεις, όχι όμως ο μοναδικός. Η συχνότητα των αεροπορικών δυστυχημάτων τα τελευταία 30 χρόνια είναι μεγαλύτερη απ’ οπουδήποτε αλλού. Συγκεκριμένα 27 αεροσκάφη έχουν συντριβεί, τα 20 εκ των οποίων την τελευταία δεκαετία. Οι απώλειες σε ανθρώπινες ζωές είναι 278. Πιο πρόσφατο αυτό της Yeti Airlines (ξανά), που στις 15ης Ιανουαρίου του 2023 χάθηκε από τα ραντάρ στην περιοχή Ποχάρα και στοίχισε τη ζωή σε 72 άτομα. Ήταν απλώς το νέο επεισόδιο μιας επαναλαμβανόμενης τραγωδίας.
Η πραγματικότητα είναι ότι οι συνθήκες πτήσεις στο Νεπάλ είναι εντελώς ιδιαίτερες. Εκεί βρίσκονται οκτώ από τα 14 υψηλότερα βουνά του πλανήτη, ενώ λόγω των υψομέτρων ο καιρός μπορεί να αλλάξει ξαφνικά και να επικρατήσουν δυσχερέστατες συνθήκες. Τα άστατα καιρικά μοτίβα, η χαμηλή ορατότητα και η ορεινή τοπογραφία συνθέτουν ένα δυσεπίλυτο αεροπορικό γρίφο.
Το 2013 η Ε.Ε. έφτασε στο σημείο να απαγορεύσει τις πτήσεις προς το έδαφός της από νεπαλέζικες αερογραμμές, μια απόφαση που ισχύει μέχρι σήμερα. Ο μόνος τρόπος για φτάσει ένας ταξιδιώτης από την Ευρώπη από και προς το Νεπάλ είναι μέσω άλλων διεθνών αερογραμμών. Η απόφαση λήφθηκε διότι από το 2008 έως το 2012 συνέβαιναν τουλάχιστον δύο ατυχήματα ή δυστυχήματα ετησίως στην περιοχή. Το περσινό αίτημα του Νεπάλ να ενταχθούν οι αεροπορικές του εταιρίες στη λίστα αερογραμμών της Ε.Ε. απορρίφθηκε.
Τα περισσότερα δυστυχήματα στο Νεπάλ έχουν συμβεί κοντά στο πλέον πολυσύχναστο αεροδρόμιο της χώρας, το διεθνές Tribhuvan του Κατμαντού, το οποίο βρίσκεται 1.338 μέτρα πάνω από τη στάθμη της θάλασσας. Και εκεί η περιοχή είναι ιδιαίτερα δύσβατη, καθώς βρίσκεται σε μία στενή πεδιάδα με οβάλ σχήμα και περιτριγυρίζεται από ψηλά βουνά. Μικρό περιθώριο ελιγμών έχουν τα αεροσκάφη και στα αεροδρόμια της Σίμικοτ και της Γιούμλα.
Σε μία χώρα τόσο δύσβατη, ώστε πολλές φορές οι αεροπορικές πτήσεις είναι ο μόνος τρόπος να ενωθούν δύο σημεία της, δεν βοηθά καθόλου το γεγονός ότι οι οικονομικές δυνατότητες της χώρας είναι πενιχρές.
Η έλλειψη επενδύσεων σε έναν γηρασμένο στόλο αεροσκαφών και η ελλιπής, σε πολλές περιπτώσεις συντήρηση τους, αυξάνει προφανέστατα τους κινδύνους πτήσης, βάζοντας στο κάδρο των εμποδίων και τον ανθρώπινο παράγοντα.