Για να εξηγηθούμε, δεν ήμουν ποτέ φίλος των ριάλιτυ (και λέω αλήθεια, όχι όπως τότε στο Λύκειο που έλεγα ότι δεν βλέπω Πόκεμον). Δε βρίσκω ενδιαφέρον το πώς τρώει, πίνει και κοιμάται κάποιος-ακόμα και κάποιος τόσο συναρπαστικός όσο η Ρούλα Βροχοπούλου.
Όμως, θα μου πείτε, άλλο πράγμα το ζεστό σπίτι του Wall, κι άλλο το νησί του Survivor όπου καραδοκούν σκυλόψαρα, πεινασμένες ύαινες και τροπικές αρρώστιες. Θα σας πω ότι έχω πιεί ουίσκι σε μπαρ που λεγόταν «Έρεβος», οπότε δε με τρομάζουν αυτά τα τρία.
Θέλω να πω: Τι νόημα έχει ένα reality με τίτλο «Επιζών», όπου τελικά δεν πεθαίνει κανένας; Δεν υπονοώ ότι πρέπει να πεθάνει κάποιος, χτύπα ξύλο, απλά ο τίτλος είναι κάπως υπερβολικός. Η απουσία τουαλέτας και καθαρού κρεβατιού είναι αυτό που μας εξιτάρει; Θα μπορούσε να λέγεται Survivors και να γυριστεί στη Σαμοθράκη.
Εκεί που χάνεται τεράστια ευκαιρία όμως είναι το κάστινγκ των διασήμων: Από άντρες έχουμε δύο ηθοποιούς, δύο αθλητές, έναν μπήχτη, κι έναν άλλο. Όλοι τους με καλή φυσική κατάσταση και ματσό ύφος. Όποιος και να κερδίσει δε θα ‘ναι έκπληξη, ενώ αν είχαμε δυο αδύναμους, δυο τροφαντούς και δυο εξηντάρηδες, τότε να ‘βλεπες show.
Στις γυναίκες τα κριτήρια του κάστινγκ είναι αρκετά ξεκάθαρα αν δει κανείς τις πρώτες φωτογραφίες που βγάζει το google στο όνομα της καθεμιάς: Τί γράφει το διαβατήριό σου; Άκωλη; Δεν μπαίνεις Άγιο Δομίνικο! Δεν μπαίνεις!
Αναγνωρίζω ότι με τέτοιους διάσημους μπορεί κανείς-καμμιά να σκαρώσει μερακλήδικες φαντασιώσεις για το αν θα του καθόταν η Τάδε ή ο Τάδε αν κατέληγαν ναυαγοί στη μέση του πουθενά. Πώς θα του καθόταν η Κορινθίου π.χ στο έρημο νησί (αν δεν τύχαινε να περάσει και από εκεί ως προσκεκλημένος ο Αϊβάζης).
Εγώ θέλω πιο φευγάτες επιλογές. Βάλε φερειπείν Μάρκελλο Νύκτα και Γιαννάκη Πουλόπουλο. Όχι σαν απλό comic relief (είχαμε και στο χωριό μου comic relief, κωμική ανακούφιση το λέγαμε και ήταν όταν ο κυρ-Στέλιος έβγαζε περίεργους θορύβους από την τουαλέτα του καφενείου), αλλά ίσους μεταξύ ίσων σε μια μάχη επιβίωσης.
Στο τέλος ενός τέτοιου survivor φαντασιώνομαι ένα φινάλε όπως του βιβλίου «Βίος και Πολιτεία του Μάικλ Κ.»: Ο ήρωας είναι ένας κακομοίρης με φτωχό μυαλό και μούτρα βλάκα. Χάνει το σπίτι του εν μέσω πολέμου και επιζεί σαν αγρίμι όσο οι γύρω σκοτώνονται. Συλλαμβάνεται, απελευθερώνεται λόγω βλακείας και επιστρέφει στην ύπαιθρο έχοντας μόνο ένα κουτάλι και λίγο σπάγκο. (Αν ήταν ο Μαγκάιβερ θα έφτιαχνε με αυτά ένα υπέροχο ράντσο.)
Με την υπομονή και το πείσμα των Αγαθών ο Μάικλ Κ. σκέφτεται ότι μπορεί με τον σπάγκο να κατεβάζει το κουτάλι στο παρατημένο πηγάδι εκεί κοντά και να πίνει στάλα-στάλα. «Μπορεί κανείς να ζήσει με αυτά…» σκέφτεται στην τελευταία πρόταση του βιβλίου.
Φαντάζομαι τον Γιαννάκη Πουλόπουλο σαν άλλον Μάικλ Κ. δίπλα σε μια πηγή με ένα κουτάλι και λίγο σπάγκο, το fabulous σκαλπ του Μάρκελλου Νύκτα, τα δόντια του Μάκη Πουνέντη. Το ελικόπτερο με τον Σάκη Τανιμανίδη και τον καμεραμάν απογειώνεται, εγκαταλείποντας τον Νικητή Γιάννη Πουλόπουλο για πάντα αφού «μετά απ’ ό,τι έγινε δε θα μπορούσαμε να τον επιστρέψουμε στον πολιτισμό, θα τον φυλάκιζαν άλλωστε». Ζουμ στον Γιαννάκη που μας κοιτάζει με εκείνο το βλέμμα.
«Μπορεί κανείς να ζήσει με αυτά…». Το πλάνο ανοίγει, ζουμ-άουτ, χορηγοί…